Κατακόμβες Μήλου
Οι κατακόμβες της Μήλου είναι ένα ξεχωριστό χριστιανικό μνημείο με μεγάλη ιστορική αξία. Είναι το υπόγειο νεκροταφείο των πρώτων χριστιανικών αιώνων στη Μήλο και το τρίτο σημαντικότερο παγκοσμίως μετά τους Αγίους Τόπους και τις κατακόμβες της Ρώμης. Οι κατακόμβες βρίσκονται στη πλαγιά του λόφου νοτιοδυτικά του οικισμού της Τρυπητής κοντά στο Αρχαίο Θέατρο της Μήλου και τα ερείπια της αρχαίας πόλης.
Οι κατακόμβες ήταν γνωστές στους ντόπιους ως «Ελληνική Σπηλιά». Είχαν ήδη υποστεί εκτεταμένες συλήσεις όταν τις επισκέφθηκε το 1843 ο Γερμανός αρχαιολόγος Ludwig Ross. Το 1878 τις επισκέφτηκε ο Γάλλος αρχαιολόγος Ch. Bayet και το 1907 ο Γεώργιος Λαμπάκης ο οποίος προχώρησε σε καθαρισμό του χώρου από επιχώσεις, ενώ το 1928 ερευνήθηκαν και μελετήθηκαν συστηματικά από τον Γεώργιο Σωτηρίου. Ο Γερμανός αρχαιολόγος υπολόγισε ότι οι κατακόμβες είχαν 1.500 με 2.000 τάφους, και είχαν ταφεί σε αυτούς 7.000 με 8.000 άνθρωποι ενώ ο Γάλλος Σαρλ Μπαγιέ το 1878 υπολόγισε ότι οι τάφοι ήταν 300 και σε αυτούς είχαν ταφεί το πολύ 1.500 άτομα. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε κάθε τάφο θάβονταν 7-8 νεκροί. Ο Σωτηρίου από τη πλευρά του θεωρούσε ότι αποτελούσαν τρεις ανεξάρτητες κατακόμβες, τις οποίες ονόμασε από τα δυτικά προς τα ανατολικά Α, Β και Γ, οι οποίες στη συνέχεια ενώθηκαν μεταξύ τους με διαδρόμους.
Αποτελούνται από υπόγειες αίθουσες και διαδρόμους λαξευμένους σε πορώδη ηφαιστειακό βράχο (τόφφο), ενώ στην ευρύτερη περιοχή έχουν εντοπιστεί και άλλα υπόγεια νεκροταφεία παρόμοιου τύπου. Το συνολικό μήκος των στοών είναι 184 μέτρα, ενώ το πλάτος ποικίλοι από 1,5 έως 5 μέτρα και το ύψος από 1,6-2,5 μέτρα. Τάφοι υπάρχουν τόσο στα τοιχώματα όσο και στο δάπεδο των στοών. Οι τάφοι στα τοιχώματα χωρίζονται σε δύο τύπους: τα αρκοσόλια (τοξωτοί) και οι "loculi" (οριζόντιοι τάφοι), ενώ αυτοί που έχουν λαξευτοί στο δάπεδο έχουν λακκοειδές σχήμα. Μερικά από τα αρκοσόλια έχουν χρωματική διακόσμηση αλλά ελάχιστα ίχνη σώζονται σήμερα από το χρωματικό αυτό διάκοσμο, όπως και λίγα αποσπάσματα επιγραφών. Ωστόσο, μερικές απ’ αυτές τις επιγραφές παρέχουν σημαντικές πληροφορίες. Μεταξύ των τάφων, σώζεται και ο μοναδικός διώροφος τάφος με τα σπαράγματα της σημαντικής επιγραφής «των Πρεσβυτέρων», γραμμένης με κεφαλαία κόκκινα γράμματα σε ορθογώνιο γραπτό πλαίσιο. Οι επιγραφές που διασώθηκαν στις κατακόμβες είναι γραμμένες στα ελληνικά και αναφέρονται σε ελληνικά ονόματα, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι κατακόμβες χρησιμοποιήθηκαν από το ντόπιο πληθυσμό. Οι περισσότεροι τάφοι που ανασκάφθηκαν ήταν συλημένοι ή διαταραγμένοι, έτσι ελάχιστοι τάφοι έδωσαν αξιόλογα κτερίσματα. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως λυχνάρια, ενώ ίχνη καύσης, όστρακα από αγγεία καθημερινής χρήσης (μαγειρικά σκεύη, οινοχόες, πινάκια), καθώς και οστά ζώων και ψαριών, δηλώνουν την τέλεση νεκρόδειπνων και άλλων τελετουργιών στη μνήμη των νεκρών. Τους επόμενους αιώνες οι κατακόμβες χρησίμευσαν ως καταφύγιο για τους κατοίκους της γύρω περιοχής και τόπος λατρείας για τους πρώτους χριστιανούς που ήταν αναγκασμένοι να κρύβουν την πίστη τους.
Η αρχική μορφή που είχαν οι Κατακόμβες ήταν τρεις ανεξάρτητες μεταξύ τους υπόγειες στοές Α, Β και Γ, που η κάθε μια από αυτές επικοινωνούσε με μικρότερες πλευρικές στοές. Σήμερα οι κατακόμβες αποτελούν ένα ενιαίο σύμπλεγμα, καθώς διάφορες διανοίξεις που έγιναντον 20ο αιώνα, τις ένωσαν μεταξύ τους. Οι κατακόμβες άνοιξαν για το κοινό την δεκαετία του 1960. Η σημερινή είσοδος που δημιουργήθηκε για τους επισκέπτες οδηγεί στη στοά Β, ή οποία είναι η μόνη που είναι επισκέψιμη προς το παρόν. Η πρώτη στοά είναι κλειστή για το κοινό, ενώ η τρίτη στοά στις Κατακόμβες της Μήλου δεν σώζεται ολόκληρη καθώς μεγάλο τμήμα της έχει καταρρεύσει.