Μονή Πανορμίτη

Translate English Version

Μονή Πανορμίτη

Η πρώτη γραπτή αναφορά για την ύπαρξη της Μονής του Πανορμίτη, βρίσκεται σε χειρόγραφο Παρακλητικό Κανόνα των Ταξιαρχών του 1460. Δυστυχώς το χειρόγραφο αυτό που σωζόταν έως το 1862, καταστράφηκε από άγνωστη αιτία. Σύμφωνα με τη παράδοση, μία ευλαβής οικοδέσποινα ενώ έσκαβε στο κτήμα της στον Πάνορμο, βρήκε μία μικρή παλιά εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ κάτω από ένα σχίνο. Την μετέφερε στο σπίτι της και την τοποθέτησε στο εικονοστάσι, όπου έκαιγε το καντήλι. Την επόμενη όμως ημέρα, η εικόνα είχε εξαφανιστεί. Όταν αργότερα επισκέφθηκε το κτήμα της, έκπληκτη βρήκε την εικόνα στην αρχική της θέση. Τη μετέφερε ξανά στο σπίτι αλλά και πάλι η εικόνα επέστρεψε στο κτήμα, κάτω από το σχίνο. Αυτό συνέβη τρεις φορές. Ένα βράδυ, είδε στον ύπνο της, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, να της εκφράζει την επιθυμία του, η εικόνα να μείνει εσαεί στο Πάνορμο. Κατόπιν τούτου, η γυναίκα ανακοίνωσε το συμβάν στους συγχωριανούς της και όλοι μαζί ανήγειραν ένα μικρό Ναΰδριο αφιερωμένο στον Ταξιάρχη.

Πολλές φορές, το κρύψιμο εικόνων παραπέμπει στα χρόνια της Εικονομαχίας, όταν οι Χριστιανοί, έκρυβαν τις εικόνες για να μη πέσουν στα χέρια αιρετικών εικονομάχων. Η συγκεκριμένη όμως παράδοση πιθανόν να σχετίζεται με την ανασύσταση της Μονής και όχι με την αρχική οικοδόμησή της. Πιθανολογείται ότι στο Πάνορμο προϋπήρχε ναός αφιερωμένος στον Ταξιάρχη, που καταστράφηκε από επιδρομές Σαρακηνών. Η εποχή κτίσεως του ναού αυτού είναι άγνωστη  αλλά δεν αποκλείεται να ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Μαρτυρίες για την ύπαρξη μοναστηριού στο νησί υπάρχουν και σε αναφορές περιηγητών πριν τον 15ο αιώνα, όπως αυτή του Γάλλου περιηγητή Λουί Λακρουά στο έργο του «Τα νησιά της Ελλάδας, Ιστορία και Περιγραφή, 1853». Επίσης στοιχείο αποτελεί ἡ επιγραφή του ξίφους της Εφέστιας Ιεράς εικόνας του Ταξιάρχου Μιχαήλ, η οποία αναφέρει ότι ἡ επαργύρωση της Εικόνας έγινε το 1724. Την εποχή εκείνη όμως το μοναστήρι δεν είχε ανακαινισθεί και δεν είχε λάβει τη μορφή που έχει σήμερα. Αυτό έγινε το 1783. Άρα πολύ πιθανό, η εικόνα να βρισκόταν εντός άλλου παλαιοτέρου ναού.

Οι Μοναχοί και οι κάτοικοι του νησιού ως ένδειξη τιμής και σεβασμού στον πολιούχο Προστάτη τους, προέβησαν στην επαργύρωση της εικόνας. Οι εργασίες για την οικοδόμηση του Καθολικού, άρχισαν πιθανόν την άνοιξη του 1776 από τον Συμαίο Ηγούμενο, ιερομόναχο Νεόφυυο Κακκακιά. Ο ιερομόναχος ανέλαβε το δύσκολο έργο ανασύστασης της Μονής και για να συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρήματα, ταξίδεψε σε διάφορα μέρη, φτάνοντας μέχρι τη Μυτιλήνη. Τη μελέτη και την επίβλεψη των εργασιών ανέλαβε ο Ρόδιος αρχιτέκτονας Αναστάσης Καρναβάς. Ένας νέος ναός θεμελιώθηκε με επιρροές της Γοτθικής τέχνης. Είναι μία σταυρεπίστεγη Βασιλική με «νευρωτά» σταυθόλια, τα οποία τέμνουν εγκάρσια τη κεντρική καμάρα. Στην εξωτερική πλευρά του ναού, υπάρχει εξαιρετική Βυζαντινή τοιχογραφία του Τιμίου Προδρόμου και εντοιχισμένη μαρμαρόγλυπτη κτιτορική επιγραφή, που παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για την ανέγερση του Ναού. Στο εσωτερικό του ναού, υπάρχουν παραστάσεις, η αγιογράφηση των οποίων πραγματοποιήθηκε το έτος 1792 από τους αυτόχθονες αγιογράφους Ιερομόναχο Νεόφυτο το Συμαίο και Κυριακό Καρακωστή. Τα καλλιτεχνικά αυτά δημιουργήματα αφέθηκαν στη φθορά του χρόνου μέχρι το 2001 που οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, απέστειλαν πεπειραμένους συντηρητές για την αποκατάστασή τους. Στη δεξιά πλευρά του ναού βρίσκεται το εικονοστάσι με την ασημένια εικόνα του Ταξιάρχη Μιχαήλ, που θεωρείται ο προστάτης άγιος του νησιού και ο προστάτης των ναυτικών στα Δωδεκάνησα. Η εικόνα έχει ύψος δύο μέτρα και η μορφή του Αγίου είναι καλυμμένη με φύλλα από ασήμι. Μετά την εικόνα του Αρχαγγέλου, το σημαντικότερο στοιχείο του ναού είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο, έργο του ξυλογλύπτη Δράκου Ταλιαδούρου σύμφωνα με χειρόγραφο που διασώζεται στο αρχείο της Μονής. Πιθανολογείται ότι άρχισε να κατασκευάζεται παράλληλα με το Ναό, ενώ τα υπόλοιπα ξυλόγλυπτα πιθανόν να ανήκουν σε άλλο τεχνίτη.

Οι χώροι της Μονής εκτός από το Ναό, περιλαμβάνουν τη Μεγάλη Τράπεζα, τη βιβλιοθήκη, το Κωδωνοστάσιο, το Υδραικό καθώς και δύο μουσεία, το Εκκλησιαστικό και το Λαογραφικό. Η Μονή έχει δύο Μετόχια και τρία Παρεκκλήσια. Μπορεί να φιλοξενήσει στα κελιά της μεγάλο αριθμό πιστών προσφέροντας κάθε άνεση και έχει πλούσιο κοινωνικό έργο. Βοηθάει άπορες οικογένειες, προσφέροντας εργασία, χορηγεί υποτροφίες σε οικονομικά αδύναμους μαθητές και φοιτητές, ενώ στο γηροκομείο που ίδρυσε ο Ηγούμενος Γαβριήλ, περιθάλπει άπορους γέρους. Εορτάζει στις 8 Νοεμβρίου και την Πεντηκοστή με πλήθος πιστών να καταφθάνουν από κάθε γωνιά της χώρας για να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα του Αρχαγγέλου. Η Μονή συνδέεται οδικώς με τη Σύμη, ενώ τακτά είναι και τα δρομολόγια της τοπικής συγκοινωνίας καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Επίσης, από το λιμάνι της Ρόδου εκτελούνται εκδρομές με πλοίο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Στη Σύμη μπορείτε να φτάσετε απ’ ευθείας με συμβατικά πλοία από το λιμάνι του Πειραιά και των ενδιάμεσων νήσων, ή μέσω Ρόδου.