
Μυστράς
Η ίδρυση του Μυστρά συνδέεται με την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας το 1204: η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατακερματίζεται, η Πελοπόννησος παραχωρείται στη φράγκικη οικογένεια των Βιλλεαρδουίνων, που ιδρύει το Πριγκηπάτο της Αχαΐας και λίγα χρόνια αργότερα, το 1249, ο φράγκος πρίγκιπας Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος κτίζει το κάστρο του Μυζηθρά στην κορυφή του ομώνυμου λόφου, σε θέση καίρια για τον έλεγχο της κοιλάδας του Ευρώτα. Το κάστρο αυτό θα αποτελέσει τον πυρήνα της μετέπειτα καστροπολιτείας του Μυστρά, μιας από τις σημαντικότερες υστεροβυζαντινές πόλεις. Το 1259, στη μάχη της Πελαγονίας, ο φράγκος πρίγκιπας συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από τους Βυζαντινούς. Για την απελευθέρωσή του ο βυζαντινός αυτοκράτορας απαιτεί ως λύτρα την παράδοση των κάστρων της Μονεμβασίας, της Μαΐνης και του Μυζηθρά, τα οποία και παραδίδονται τρία χρόνια αργότερα, το 1262. Η ασφάλεια, που παρέχει ο φυσικά οχυρός λόφος του Μυστρά, θα προκαλέσει τη μετακίνηση του πληθυσμού της Λακεδαιμονίας σε αυτόν, γεγονός που θα αποτελέσει την απαρχή της εξέλιξής του στο σημαντικότερο αστικό κέντρο της περιοχής.
Το 1289 η ''κεφαλή'', ο επαρχιακός διοικητής των βυζαντινών κτίσεων της Πελοποννήσου, μεταφέρει την έδρα του από τη Μονεμβασία στο Μυστρά, ενώ το 1349 ο Μυστράς γίνεται η πρωτεύουσα του ημιαυτόνομου Δεσποτάτου του Μορέως με πρώτο ''Δεσπότη'' τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1349-1380), γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη Στ΄. Το 1383 τη δυναστεία των Καντακουζηνών διαδέχεται στο Μυστρά η αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων με πρώτο εκπρόσωπό της τον Θεόδωρο Α΄ (1380/1-1407). Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους ''Δεσπότες'' του Μυστρά κατέχει ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος (1443-1448), προτελευταίος στη σειρά ''Δεσπότης'', ο οποίος, έχοντας διαδεχθεί στον αυτοκρατορικό θρόνο τον αδελφό του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο (1425-1448), θα σκοτωθεί στην πολιορκία και άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453. Η βυζαντινή φάση στην ιστορία του Μυστρά λήγει το 1460 με την παράδοσή του στους Τούρκους.
Από το 1460 έως το 1540 ο Μυστράς, πρωτεύουσα πλέον του οθωμανικού σαντζακίου της Πελοποννήσου, γίνεται ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα παραγωγής και εμπορίας μεταξιού της ανατολικής Μεσογείου. Μικρή διακοπή στη μακραίωνη τουρκική κατάκτηση αποτελεί η περίοδος της Ενετοκρατίας, από το 1687 έως το 1715, ενώ η παρακμή του Μυστρά αρχίζει το 1770 μετά την καταστροφή του από Τουρκαλβανούς στρατιώτες στο πλαίσιο του μεγάλου επαναστατικού κινήματος των Ορλωφικών.
Με την ίδρυση της σύγχρονης πόλης της Σπάρτης από το βασιλιά Όθωνα, το 1834, αρχίζει η μετακίνηση των κατοίκων του Μυστρά προς τη νέα πόλη. Οι τελευταίοι κάτοικοί του θα εγκαταλείψουν την καστροπολιτεία το 1953 μετά την απαλλοτρίωση του χώρου από το ελληνικό κράτος. Είχε προηγηθεί, το 1921, η κήρυξη του χώρου με βασιλικό διάταγμα ως προέχον βυζαντινό μνημείο.
Το 1989 με απόφαση της αρμόδιας επιτροπής της Unesco, ο Μυστράς εγγράφεται ως πολιτιστικό αγαθό στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Το 1289 η ''κεφαλή'', ο επαρχιακός διοικητής των βυζαντινών κτίσεων της Πελοποννήσου, μεταφέρει την έδρα του από τη Μονεμβασία στο Μυστρά, ενώ το 1349 ο Μυστράς γίνεται η πρωτεύουσα του ημιαυτόνομου Δεσποτάτου του Μορέως με πρώτο ''Δεσπότη'' τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1349-1380), γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη Στ΄. Το 1383 τη δυναστεία των Καντακουζηνών διαδέχεται στο Μυστρά η αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων με πρώτο εκπρόσωπό της τον Θεόδωρο Α΄ (1380/1-1407). Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους ''Δεσπότες'' του Μυστρά κατέχει ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος (1443-1448), προτελευταίος στη σειρά ''Δεσπότης'', ο οποίος, έχοντας διαδεχθεί στον αυτοκρατορικό θρόνο τον αδελφό του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο (1425-1448), θα σκοτωθεί στην πολιορκία και άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453. Η βυζαντινή φάση στην ιστορία του Μυστρά λήγει το 1460 με την παράδοσή του στους Τούρκους.
Από το 1460 έως το 1540 ο Μυστράς, πρωτεύουσα πλέον του οθωμανικού σαντζακίου της Πελοποννήσου, γίνεται ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα παραγωγής και εμπορίας μεταξιού της ανατολικής Μεσογείου. Μικρή διακοπή στη μακραίωνη τουρκική κατάκτηση αποτελεί η περίοδος της Ενετοκρατίας, από το 1687 έως το 1715, ενώ η παρακμή του Μυστρά αρχίζει το 1770 μετά την καταστροφή του από Τουρκαλβανούς στρατιώτες στο πλαίσιο του μεγάλου επαναστατικού κινήματος των Ορλωφικών.
Με την ίδρυση της σύγχρονης πόλης της Σπάρτης από το βασιλιά Όθωνα, το 1834, αρχίζει η μετακίνηση των κατοίκων του Μυστρά προς τη νέα πόλη. Οι τελευταίοι κάτοικοί του θα εγκαταλείψουν την καστροπολιτεία το 1953 μετά την απαλλοτρίωση του χώρου από το ελληνικό κράτος. Είχε προηγηθεί, το 1921, η κήρυξη του χώρου με βασιλικό διάταγμα ως προέχον βυζαντινό μνημείο.
Το 1989 με απόφαση της αρμόδιας επιτροπής της Unesco, ο Μυστράς εγγράφεται ως πολιτιστικό αγαθό στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Ο χώρος, στον φυσικά οχυρό και στρατηγικής σημασίας λόφο του βυζαντινού Μυζηθρά, βόρεια του Ταϋγέτου, αποτελείται από το μεσαιωνικό κάστρο και τον οχυρωμένο οικισμό, που κλείνει μέσα από τα τείχη του μονές, εκκλησίες, παρεκκλήσια, οικίες και παλάτια, σε μια συνεχόμενη πορεία από τα μέσα του 13ου αιώνα έως και το 1953. Οι αναστηλωτικές εργασίες, που πραγματοποιούνται τις τελευταίες δεκαετίες από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, προσδίδουν σταδιακά στο χώρο την αίγλη του παρελθόντος.
Ψηλότερα στο λόφο υψώνεται το κάστρο, ίδρυμα του φράγκου πρίγκιπα Γουλιέλμου Β΄ Βιλλεαρδουίνου γύρω στο 1249, με δύο περιβόλους και την οικία του φράγκου φρούραρχου, ενώ στις πλαγιές κατηφορίζει η πολιτεία του Μυστρά αποτελούμενη από την Άνω Χώρα ή Χώρα, την Κάτω Χώρα ή Μεσόχωρα και την Έξω Χώρα. Η Πάνω Χώρα, που αρχίζει να διαμορφώνεται από νωρίς, ήδη από το β΄ μισό του 13ου αιώνα, με οικίες, παρεκκλήσια και ναούς, έχει ως κέντρο αναφοράς τα Παλάτια, ένα συγκρότημα κτιρίων με μεταγενέστερες προσθήκες, έως και του 15ου αιώνα, κτισμένο σε φυσικό πλάτωμα με ελεύθερο χώρο για την πλατεία, το ''φόρο'' των Βυζαντινών και περιβάλλεται με τείχη για λόγους προστασίας. Η Κάτω Χώρα, οχυρωμένη επίσης με περίβολο, αποτελείται από οικίες και αρχοντικά σπίτια, όπως τις λεγόμενες ''οικίες του Λάσκαρη''και ''του Φραγκόπουλου'', μοναστήρια και ναούς, των οποίων η οικοδόμηση ξεκινά σχεδόν παράλληλα με την Πάνω Χώρα και συνεχίζεται σε ολόκληρη την υστεροβυζαντινή περίοδο. Τέλος, τη λεγόμενη Έξω Χώρα του Μυστρά αποτελούν σήμερα ελάχιστα αρχιτεκτονήματα στους πρόποδες του λόφου, που ανάγονται στο 15ο αιώνα και εξής.
Ο Μυστράς φημίζεται για τις υστεροβυζαντινές εκκλησίες, που βρίσκονται διάσπαρτες στον αρχαιολογικό χώρο: στην Πάνω Χώρα η Αγία Σοφία-η βυζαντινή Μονή του Ζωοδότου Χριστού και εκκλησία των παλατιών (μέσα 14ου αι.), στην Κάτω Χώρα η Μητρόπολη (Άγιος Δημήτριος, δ΄ τέταρτο 13ου αι.), οι Άγιοι Θεόδωροι (τέλη 13ου αι.) και η Οδηγήτρια (αρχές 14ου αι.), που αποτελούσαν τη Μονή Βροντοχίου, η Περίβλεπτος (γ΄ τέταρτο 14ου αι.), η Ευαγγελίστρια (τέλη 14ου-αρχές 15ου αι.) και η Μονή της Παντάνασσας (π. 1428), στην οποία συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας την παρουσία της οργανωμένη γυναικεία μοναστική κοινότητα. Οι περισσότερες εκκλησίες ανήκουν στον πρωτότυπο, τοπικού χαρακτήρα, ''μικτό'' αρχιτεκτονικό τύπο, στον οποίο συνδυάζεται ο τύπος της βασιλικής στο ισόγειο και του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με πέντε τρούλους ναού στο ''υπερώο'' τις εκκλησίες κοσμούν τοιχογραφίες σπουδαίας τέχνης των παλαιολόγειων χρόνων, άμεσα συνδεδεμένες με την πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, τοιχογραφίες του 17ου-18ου αιώνα, καθώς και ενδιαφέρων, συχνά με δυτικές επιρροές, γλυπτός διάκοσμος.
Μουσείο με σημαντικά βυζαντινά εκθέματα έχει οργανωθεί και λειτουργεί βόρεια του Μητροπολιτικού ναού του Αγίου Δημητρίου. Στη συλλογή περιλαμβάνονται γλυπτά, χειρόγραφα, κοσμήματα, εξαρτήματα καλλωπισμού, ένδυσης και υπόδυσης, καθώς και τα σημαντικότατα λόγω σπανιότητας κομμάτια μεταξωτού ενδύματος και η πλεξούδα πριγκίπισσας από τάφο της βόρειας στοάς της Αγίας Σοφίας.
Ο αρχαιολογικός χώρος του Μυστρά, λοιπόν, αποτελεί ένα από τα λίγα καλά διατηρημένα βυζαντινά οικιστικά σύνολα για τη μελέτη και την κατανόηση της βυζαντινής αρχιτεκτονικής-κοσμικής και εκκλησιαστικής- και τέχνης. Στον τόπο αυτό, που αποτέλεσε κέντρο σπουδαίο σε ολόκληρη την υστεροβυζαντινή περίοδο, έζησαν σημαντικές προσωπικότητες του Μεσαίωνα, όπως ο Πλήθων Γεμιστός και ο Βησσαρίων, που έπαιξαν ρόλο καταλυτικό στην ανανέωση των ελληνικών σπουδών στη Δύση και στην εμβάθυνση σε αυτές, συμβάλλοντας έτσι ιδιαίτερα στη ραγδαία ανάπτυξη των επιστημών, της φιλοσοφίας και της τέχνης στην Ευρώπη λίγο πριν από την πτώση της Αυτοκρατορίας το 1453.
Ψηλότερα στο λόφο υψώνεται το κάστρο, ίδρυμα του φράγκου πρίγκιπα Γουλιέλμου Β΄ Βιλλεαρδουίνου γύρω στο 1249, με δύο περιβόλους και την οικία του φράγκου φρούραρχου, ενώ στις πλαγιές κατηφορίζει η πολιτεία του Μυστρά αποτελούμενη από την Άνω Χώρα ή Χώρα, την Κάτω Χώρα ή Μεσόχωρα και την Έξω Χώρα. Η Πάνω Χώρα, που αρχίζει να διαμορφώνεται από νωρίς, ήδη από το β΄ μισό του 13ου αιώνα, με οικίες, παρεκκλήσια και ναούς, έχει ως κέντρο αναφοράς τα Παλάτια, ένα συγκρότημα κτιρίων με μεταγενέστερες προσθήκες, έως και του 15ου αιώνα, κτισμένο σε φυσικό πλάτωμα με ελεύθερο χώρο για την πλατεία, το ''φόρο'' των Βυζαντινών και περιβάλλεται με τείχη για λόγους προστασίας. Η Κάτω Χώρα, οχυρωμένη επίσης με περίβολο, αποτελείται από οικίες και αρχοντικά σπίτια, όπως τις λεγόμενες ''οικίες του Λάσκαρη''και ''του Φραγκόπουλου'', μοναστήρια και ναούς, των οποίων η οικοδόμηση ξεκινά σχεδόν παράλληλα με την Πάνω Χώρα και συνεχίζεται σε ολόκληρη την υστεροβυζαντινή περίοδο. Τέλος, τη λεγόμενη Έξω Χώρα του Μυστρά αποτελούν σήμερα ελάχιστα αρχιτεκτονήματα στους πρόποδες του λόφου, που ανάγονται στο 15ο αιώνα και εξής.
Ο Μυστράς φημίζεται για τις υστεροβυζαντινές εκκλησίες, που βρίσκονται διάσπαρτες στον αρχαιολογικό χώρο: στην Πάνω Χώρα η Αγία Σοφία-η βυζαντινή Μονή του Ζωοδότου Χριστού και εκκλησία των παλατιών (μέσα 14ου αι.), στην Κάτω Χώρα η Μητρόπολη (Άγιος Δημήτριος, δ΄ τέταρτο 13ου αι.), οι Άγιοι Θεόδωροι (τέλη 13ου αι.) και η Οδηγήτρια (αρχές 14ου αι.), που αποτελούσαν τη Μονή Βροντοχίου, η Περίβλεπτος (γ΄ τέταρτο 14ου αι.), η Ευαγγελίστρια (τέλη 14ου-αρχές 15ου αι.) και η Μονή της Παντάνασσας (π. 1428), στην οποία συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας την παρουσία της οργανωμένη γυναικεία μοναστική κοινότητα. Οι περισσότερες εκκλησίες ανήκουν στον πρωτότυπο, τοπικού χαρακτήρα, ''μικτό'' αρχιτεκτονικό τύπο, στον οποίο συνδυάζεται ο τύπος της βασιλικής στο ισόγειο και του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με πέντε τρούλους ναού στο ''υπερώο'' τις εκκλησίες κοσμούν τοιχογραφίες σπουδαίας τέχνης των παλαιολόγειων χρόνων, άμεσα συνδεδεμένες με την πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, τοιχογραφίες του 17ου-18ου αιώνα, καθώς και ενδιαφέρων, συχνά με δυτικές επιρροές, γλυπτός διάκοσμος.
Μουσείο με σημαντικά βυζαντινά εκθέματα έχει οργανωθεί και λειτουργεί βόρεια του Μητροπολιτικού ναού του Αγίου Δημητρίου. Στη συλλογή περιλαμβάνονται γλυπτά, χειρόγραφα, κοσμήματα, εξαρτήματα καλλωπισμού, ένδυσης και υπόδυσης, καθώς και τα σημαντικότατα λόγω σπανιότητας κομμάτια μεταξωτού ενδύματος και η πλεξούδα πριγκίπισσας από τάφο της βόρειας στοάς της Αγίας Σοφίας.
Ο αρχαιολογικός χώρος του Μυστρά, λοιπόν, αποτελεί ένα από τα λίγα καλά διατηρημένα βυζαντινά οικιστικά σύνολα για τη μελέτη και την κατανόηση της βυζαντινής αρχιτεκτονικής-κοσμικής και εκκλησιαστικής- και τέχνης. Στον τόπο αυτό, που αποτέλεσε κέντρο σπουδαίο σε ολόκληρη την υστεροβυζαντινή περίοδο, έζησαν σημαντικές προσωπικότητες του Μεσαίωνα, όπως ο Πλήθων Γεμιστός και ο Βησσαρίων, που έπαιξαν ρόλο καταλυτικό στην ανανέωση των ελληνικών σπουδών στη Δύση και στην εμβάθυνση σε αυτές, συμβάλλοντας έτσι ιδιαίτερα στη ραγδαία ανάπτυξη των επιστημών, της φιλοσοφίας και της τέχνης στην Ευρώπη λίγο πριν από την πτώση της Αυτοκρατορίας το 1453.
Τα Μνημεία του Χώρου:
1. Η ακρόπολη και η Oχύρωση της Kαστροπολιτείας
Η ύπαρξη ενός συστήματος οχύρωσης αποτελεί βασικό στοιχείο της βυζαντινής πόλης. Στην περίπτωση του Μυστρά πρόκειται για μια πόλη - κάστρο, η οποία αναπτύσσεται στην ανατολική, βόρεια και βορειοδυτική πλευρά λόφου, φυσικά απροσπέλαστου από τα νότια και νοτιοανατολικά και ενισχυμένου με τεχνητή οχύρωση στα ευπαθέστερα σημεία του.
Στην κορυφή του λόφου βρίσκεται η φράγκικη ακρόπολη, ενώ ο οικισμός προστατεύεται από δύο οχυρωματικούς περιβόλους, ενισχυμένους με τετράγωνους ή κυλινδρικούς πύργους. Η ακρόπολη διαθέτει διπλή γραμμή άμυνας με δύο οχυρωματικούς περιβόλους ενισχυμένους με τετράγωνους ή κυλινδρικούς πύργους.
Στον εξωτερικό περίβολο οδηγεί καμαροσκέπαστη πύλη προστατευμένη από ισχυρό τετράγωνο πύργο, που υψώνεται επάνω από αυτή, τα ερείπια που διακρίνονται στο εσωτερικό του περιβόλου, θα αποτελούσαν τα καταλύματα των στρατιωτών που έδρευαν στην ακρόπολη, αλλά και εγκαταστάσεις στρατιωτικού χαρακτήρα. Στη νοτιοανατολική πλευρά του υψώνεται κυκλική βίγλα, από την οποία η φρουρά επέβλεπε την κοιλάδα του Ευρώτα, ενώ κοντά σε αυτή μεγάλη στέρνα ικανοποιούσε τις ανάγκες των στρατιωτών σε πόσιμο νερό.
Ο εσωτερικός περίβολος είναι μικρότερος, με μόνο δύο κτίσματα σε ερειπιώδη κατάσταση. Αριστερά της πύλης εισόδου υψώνεται μεγάλο κτίριο με κινστέρνα στο ισόγειο, το οποίο θα μπορούσε να ταυτιστεί με την κατοικία του εκάστοτε στρατιωτικού διοικητή της ακρόπολης, το ''φρουραρχείο'', ενώ το μικρό δίδυμο ναΰδριο στο κέντρο του περιβόλου προοριζόταν για τις λατρευτικές ανάγκες των στρατιωτών. Στη βορειοδυτική πλευρά, όπου εντοπίζεται το υψηλότερο σημείο του λόφου του Μυστρά, υψώνεται δεύτερη βίγλα για την επίβλεψη των δυτικών πλαγιών του Ταϋγέτου και την αποτελεσματικότερη, επομένως, αντιμετώπιση του ανυπότακτου σλαβικού φύλου των Μηλιγγών, που ήταν εγκατεστημένο στην ευρύτερη περιοχή.
Ο πρώτος οχυρωματικός περίβολος αρχίζει δυτικά της ακρόπολης, κατέρχεται την πλαγιά του λόφου και προστατεύοντας το πλάτωμα των Παλατιών συνεχίζει πάνω από την Παντάνασσα και καταλήγει στον γκρεμό νότια. Ο δεύτερος ξεκινάει από τα βορειοδυτικά όρια της πόλης, αγκαλιάζοντας το συγκρότημα της Μονής του Βροντοχίου, και, ακολουθώντας τη γραμμή των υπωρειών του λόφου, καταλήγει στη Μονή της Περιβλέπτου.
Οι πύργοι υψώνονται, με ιδιαίτερη πυκνότητα, στη δυτική πλευρά της πόλης καθιστώντας την ισχυρότερη και εξασφαλίζοντας την καλύτερη προστασία του τμήματος αυτού, το οποίο λόγω της εύκολης προσβασιμότητας ήταν και το πιο ευπαθές στις εχθρικές επιθέσεις.
Η ακρόπολη του Μυστρά, καθώς και το υπόλοιπο σύστημα οχύρωσης της πόλης, διατηρείται και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας με τις απαραίτητες βέβαια βελτιώσεις, ώστε να ανταποκρίνεται στις νέες απαιτήσεις της τέχνης του πολέμου (χρήση πυροβόλων όπλων κ.ά.).
Στην κορυφή του λόφου βρίσκεται η φράγκικη ακρόπολη, ενώ ο οικισμός προστατεύεται από δύο οχυρωματικούς περιβόλους, ενισχυμένους με τετράγωνους ή κυλινδρικούς πύργους. Η ακρόπολη διαθέτει διπλή γραμμή άμυνας με δύο οχυρωματικούς περιβόλους ενισχυμένους με τετράγωνους ή κυλινδρικούς πύργους.
Στον εξωτερικό περίβολο οδηγεί καμαροσκέπαστη πύλη προστατευμένη από ισχυρό τετράγωνο πύργο, που υψώνεται επάνω από αυτή, τα ερείπια που διακρίνονται στο εσωτερικό του περιβόλου, θα αποτελούσαν τα καταλύματα των στρατιωτών που έδρευαν στην ακρόπολη, αλλά και εγκαταστάσεις στρατιωτικού χαρακτήρα. Στη νοτιοανατολική πλευρά του υψώνεται κυκλική βίγλα, από την οποία η φρουρά επέβλεπε την κοιλάδα του Ευρώτα, ενώ κοντά σε αυτή μεγάλη στέρνα ικανοποιούσε τις ανάγκες των στρατιωτών σε πόσιμο νερό.
Ο εσωτερικός περίβολος είναι μικρότερος, με μόνο δύο κτίσματα σε ερειπιώδη κατάσταση. Αριστερά της πύλης εισόδου υψώνεται μεγάλο κτίριο με κινστέρνα στο ισόγειο, το οποίο θα μπορούσε να ταυτιστεί με την κατοικία του εκάστοτε στρατιωτικού διοικητή της ακρόπολης, το ''φρουραρχείο'', ενώ το μικρό δίδυμο ναΰδριο στο κέντρο του περιβόλου προοριζόταν για τις λατρευτικές ανάγκες των στρατιωτών. Στη βορειοδυτική πλευρά, όπου εντοπίζεται το υψηλότερο σημείο του λόφου του Μυστρά, υψώνεται δεύτερη βίγλα για την επίβλεψη των δυτικών πλαγιών του Ταϋγέτου και την αποτελεσματικότερη, επομένως, αντιμετώπιση του ανυπότακτου σλαβικού φύλου των Μηλιγγών, που ήταν εγκατεστημένο στην ευρύτερη περιοχή.
Ο πρώτος οχυρωματικός περίβολος αρχίζει δυτικά της ακρόπολης, κατέρχεται την πλαγιά του λόφου και προστατεύοντας το πλάτωμα των Παλατιών συνεχίζει πάνω από την Παντάνασσα και καταλήγει στον γκρεμό νότια. Ο δεύτερος ξεκινάει από τα βορειοδυτικά όρια της πόλης, αγκαλιάζοντας το συγκρότημα της Μονής του Βροντοχίου, και, ακολουθώντας τη γραμμή των υπωρειών του λόφου, καταλήγει στη Μονή της Περιβλέπτου.
Οι πύργοι υψώνονται, με ιδιαίτερη πυκνότητα, στη δυτική πλευρά της πόλης καθιστώντας την ισχυρότερη και εξασφαλίζοντας την καλύτερη προστασία του τμήματος αυτού, το οποίο λόγω της εύκολης προσβασιμότητας ήταν και το πιο ευπαθές στις εχθρικές επιθέσεις.
Η ακρόπολη του Μυστρά, καθώς και το υπόλοιπο σύστημα οχύρωσης της πόλης, διατηρείται και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας με τις απαραίτητες βέβαια βελτιώσεις, ώστε να ανταποκρίνεται στις νέες απαιτήσεις της τέχνης του πολέμου (χρήση πυροβόλων όπλων κ.ά.).
2. O Ναός του Αγίου Δημητρίου
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου ιδρύθηκε πιθανότατα από τον Μητροπολίτη Ευγένιο γύρω στο 1270, ανακαινίστηκε λίγο αργότερα, το 1291/2, από τον Μητροπολίτη Νικηφόρο Μοσχόπουλο και τον αδελφό του Ααρών και πήρε την τελική, σημερινή μορφή του κατά το β΄ μισό του 15ου αιώνα από τον Μητροπολίτη Ματθαίο, ο οποίος προσέθεσε το υπερώο. Πρόκειται για τον παλιότερο ναό στο Μυστρά, που από την ανοικοδόμησή του έως και τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους αποτέλεσε τον Μητροπολιτικό ναό της πόλης και έδρα του Μητροπολίτη Λακεδαιμονίας. Στο ναό αυτό έγινε το 1449, κατά την παράδοση, η στέψη του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, μέχρι τότε Δεσπότη του Μυστρά.
Η εκκλησία στη σημερινή της μορφή ανήκει στο λεγόμενο ''μικτό τύπο του Μυστρά'', που συνδυάζει την τρίκλιτη βασιλική στο ισόγειο και τον πεντάτρουλο σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό στο υπερώο, με τρεις τρίπλευρες αψίδες ανατολικά. Η δυτική στοά αποτελεί, όπως αναφέρθηκε, προσθήκη του 15ου αιώνα, ενώ η στοά, η αυλή με τις τοξοστοιχίες και τα μεγάλα διώροφα κτίρια στη βόρεια πλευρά χρονολογούνται στην Τουρκοκρατία.
Αξιόλογος είναι ο γλυπτός διάκοσμος του ναού, με το κτιστό τέμπλο, που πήρε τη σημερινή του μορφή πιθανότατα το 18ο αιώνα, τα δύο προσκυνητάρια με ανάγλυφα φυτικά σχέδια στα μέτωπα των πεσσών του Ιερού, το γείσο, της εποχής του Μητροπολίτη Ματθαίου, επίσης με φυτικά σχέδια σκαλισμένα σε πορώδη πέτρα, τα διαφόρων εποχών θωράκια στο διάζωμα του υπερώου και, τέλος, την πλάκα με τον ανάγλυφο δικέφαλο αετό των Παλαιολόγων στο δάπεδο, κάτω από τον τρούλο, πιθανότατα του 14ου αιώνα.
Οι σωζόμενες τοιχογραφίες διακρίνονται σε τρεις κύριες φάσεις: α) πιθανόν 1270-1285, β) 1291/2-1315, γ) α΄ μισό 15ου αιώνα και χαρακτηρίζονται από ποικιλία τεχνοτροπιών, καλλιτεχνικών τάσεων και εργαστηρίων. Στην α΄ φάση ανήκουν οι παραστάσεις στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του Ιερού, στην Πρόθεση, στο Διακονικό, στο βόρειο κλίτος και στην ανατολική πλευρά του νότιου, στη β΄ οι υπόλοιπες τοιχογραφίες στο Ιερό Βήμα, καθώς και αυτές στο μεσαίο κλίτος, στη δυτική πλευρά του νότιου κλίτους και στο νάρθηκα, ενώ στην τελευταία φάση ιστόρησης εντάσσονται οι τοιχογραφίες στον τρούλο και στα σφαιρικά τρίγωνα, που τον στηρίζουν. Οι καμάρες, οι τρουλίσκοι και οι τοίχοι του υπερώου δεν έφεραν διακόσμηση.
Η εκκλησία στη σημερινή της μορφή ανήκει στο λεγόμενο ''μικτό τύπο του Μυστρά'', που συνδυάζει την τρίκλιτη βασιλική στο ισόγειο και τον πεντάτρουλο σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό στο υπερώο, με τρεις τρίπλευρες αψίδες ανατολικά. Η δυτική στοά αποτελεί, όπως αναφέρθηκε, προσθήκη του 15ου αιώνα, ενώ η στοά, η αυλή με τις τοξοστοιχίες και τα μεγάλα διώροφα κτίρια στη βόρεια πλευρά χρονολογούνται στην Τουρκοκρατία.
Αξιόλογος είναι ο γλυπτός διάκοσμος του ναού, με το κτιστό τέμπλο, που πήρε τη σημερινή του μορφή πιθανότατα το 18ο αιώνα, τα δύο προσκυνητάρια με ανάγλυφα φυτικά σχέδια στα μέτωπα των πεσσών του Ιερού, το γείσο, της εποχής του Μητροπολίτη Ματθαίου, επίσης με φυτικά σχέδια σκαλισμένα σε πορώδη πέτρα, τα διαφόρων εποχών θωράκια στο διάζωμα του υπερώου και, τέλος, την πλάκα με τον ανάγλυφο δικέφαλο αετό των Παλαιολόγων στο δάπεδο, κάτω από τον τρούλο, πιθανότατα του 14ου αιώνα.
Οι σωζόμενες τοιχογραφίες διακρίνονται σε τρεις κύριες φάσεις: α) πιθανόν 1270-1285, β) 1291/2-1315, γ) α΄ μισό 15ου αιώνα και χαρακτηρίζονται από ποικιλία τεχνοτροπιών, καλλιτεχνικών τάσεων και εργαστηρίων. Στην α΄ φάση ανήκουν οι παραστάσεις στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του Ιερού, στην Πρόθεση, στο Διακονικό, στο βόρειο κλίτος και στην ανατολική πλευρά του νότιου, στη β΄ οι υπόλοιπες τοιχογραφίες στο Ιερό Βήμα, καθώς και αυτές στο μεσαίο κλίτος, στη δυτική πλευρά του νότιου κλίτους και στο νάρθηκα, ενώ στην τελευταία φάση ιστόρησης εντάσσονται οι τοιχογραφίες στον τρούλο και στα σφαιρικά τρίγωνα, που τον στηρίζουν. Οι καμάρες, οι τρουλίσκοι και οι τοίχοι του υπερώου δεν έφεραν διακόσμηση.
3. H Παντάνασσα
H Παντάνασσα, καθολικό της ομώνυμης μονής και ίδρυμα του πρωτοστράτορα και καθολικού μεσάζοντα του Δεσποτάτου του Μορέως Ιωάννη Φραγκόπουλου, εγκαινιάστηκε το Σεπτέμβριο του 1428.
Το μνημείο ανήκει στο λεγόμενο ''μικτό τύπο του Μυστρά'', που συνδυάζει τους ρυθμούς της τρίκλιτης βασιλικής με νάρθηκα στο ισόγειο και του πεντάτρουλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού στον όροφο. Είναι κτισμένο κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα, με εμφανή γοτθικά στοιχεία κυρίως στη δυτική όψη και στο κωδωνοστάσιο, στο πλαίσιο των στενών σχέσεων με τη Δύση. Στοές διαμορφώνονταν στη βόρεια και δυτική πλευρά, από τις οποίες σώζεται μόνο η πρώτη, σκεπασμένη με χαμηλούς θόλους και τρούλο στο κέντρο.
Ο αρχικός ζωγραφικός διάκοσμος, του 1430 περίπου, διατηρείται στο υπερώο και στην οροφή του ναού. Πρόκειται για έργο τριών ζωγράφων, που εντάσσεται στη γενικότερη παλαιολόγεια παράδοση, παρουσιάζοντας, παράλληλα, ιδιαίτερη σχέση με τα κοντινά σύνολα του Αφεντικού και της Περιβλέπτου ως προς την επιλογή των παραστάσεων και την τεχνοτροπία. Μορφές ''ογκηρές'' κινούνται με ζωντάνια, δύναμη και χάρη, γραφικές λεπτομέρειες πλουτίζουν τις συνθέσεις (στη Βαϊοφόρο τα κτίρια και οι πηγές, τα παιδιά που βγάζουν τα ενδύματά τους), ενώ η χρωματική κλίμακα, με προτίμηση στους φωτεινούς τόνους και η προσπάθεια προοπτικής απόδοσης στα αρχιτεκτονήματα φανερώνουν την επιρροή της τέχνης της Δύσης. Αντίθετα, επαρχιακός είναι ο χαρακτήρας των παραστάσεων στο ισόγειο και στο νάρθηκα, που χρονολογούνται στο 17ο-18ο αιώνα ? εξαίρεση στις μεταβυζαντινές τοιχογραφίες του νάρθηκα αποτελεί το ταφικό πορτραίτο του βυζαντινού άρχοντα Μανουήλ Λάσκαρη Χατζίκη στο νότιο τοίχο, του 1445. Η υψηλή ποιότητα του διακόσμου μαρτυρεί για την Κωνσταντινουπολιτική καταγωγή των ζωγράφων, που συνδύασαν την ντόπια παράδοση με δυτικά δάνεια σε ένα χώρο πολιτιστικής και οικονομικής άνθησης, όπως ο Μυστράς του Πλήθωνα Γεμιστού και των εμπορικών και όχι μόνο σχέσεων με τη Δύση την εποχή αυτή.
Το μνημείο ανήκει στο λεγόμενο ''μικτό τύπο του Μυστρά'', που συνδυάζει τους ρυθμούς της τρίκλιτης βασιλικής με νάρθηκα στο ισόγειο και του πεντάτρουλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού στον όροφο. Είναι κτισμένο κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα, με εμφανή γοτθικά στοιχεία κυρίως στη δυτική όψη και στο κωδωνοστάσιο, στο πλαίσιο των στενών σχέσεων με τη Δύση. Στοές διαμορφώνονταν στη βόρεια και δυτική πλευρά, από τις οποίες σώζεται μόνο η πρώτη, σκεπασμένη με χαμηλούς θόλους και τρούλο στο κέντρο.
Ο αρχικός ζωγραφικός διάκοσμος, του 1430 περίπου, διατηρείται στο υπερώο και στην οροφή του ναού. Πρόκειται για έργο τριών ζωγράφων, που εντάσσεται στη γενικότερη παλαιολόγεια παράδοση, παρουσιάζοντας, παράλληλα, ιδιαίτερη σχέση με τα κοντινά σύνολα του Αφεντικού και της Περιβλέπτου ως προς την επιλογή των παραστάσεων και την τεχνοτροπία. Μορφές ''ογκηρές'' κινούνται με ζωντάνια, δύναμη και χάρη, γραφικές λεπτομέρειες πλουτίζουν τις συνθέσεις (στη Βαϊοφόρο τα κτίρια και οι πηγές, τα παιδιά που βγάζουν τα ενδύματά τους), ενώ η χρωματική κλίμακα, με προτίμηση στους φωτεινούς τόνους και η προσπάθεια προοπτικής απόδοσης στα αρχιτεκτονήματα φανερώνουν την επιρροή της τέχνης της Δύσης. Αντίθετα, επαρχιακός είναι ο χαρακτήρας των παραστάσεων στο ισόγειο και στο νάρθηκα, που χρονολογούνται στο 17ο-18ο αιώνα ? εξαίρεση στις μεταβυζαντινές τοιχογραφίες του νάρθηκα αποτελεί το ταφικό πορτραίτο του βυζαντινού άρχοντα Μανουήλ Λάσκαρη Χατζίκη στο νότιο τοίχο, του 1445. Η υψηλή ποιότητα του διακόσμου μαρτυρεί για την Κωνσταντινουπολιτική καταγωγή των ζωγράφων, που συνδύασαν την ντόπια παράδοση με δυτικά δάνεια σε ένα χώρο πολιτιστικής και οικονομικής άνθησης, όπως ο Μυστράς του Πλήθωνα Γεμιστού και των εμπορικών και όχι μόνο σχέσεων με τη Δύση την εποχή αυτή.
4. Η Περίβλεπτος
Η Περίβλεπτος, καθολικό μονής αφιερωμένης στην Παναγία, κτίστηκε στα μέσα του 14ου αιώνα πιθανότατα από τον πρώτο Δεσπότη του Μυστρά Μανουήλ Καντακουζηνό και τη σύζυγό του Ισαβέλλα de Lusignan.
Ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του δίστυλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρεις πενταγωνικές εξωτερικά αψίδες στο Ιερό και είσοδο στη βόρεια πλευρά. Ο σημερινός πλάγιος νάρθηκας αποτελεί μετασκευή της στοάς που προϋπήρχε στη θέση αυτή. Το μεγαλύτερο τμήμα του ναού έχει κτιστεί κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα, ενώ εντοιχισμένα ανάγλυφα και πινάκια κοσμούσαν αρχικά τα τύμπανα των κεραιών του σταυρού και το ανατολικό τύμπανο, αντίστοιχα. Ο πλάγιος νάρθηκας στη νότια πλευρά του ναού, το σπηλαιώδες παρεκκλήσι της αγίας Αικατερίνης στη δυτική και τα δύο συνεχόμενα παρεκκλήσια στην ανατολική αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες.
Από το γλυπτό διάκοσμο του ναού σώζεται ο κοσμήτης του τέμπλου στο διακονικό, το τοξωτό προσκυνητάρι στο νότιο πεσσό, που πιθανότατα αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη, καθώς και ανάγλυφα επίκρανα στο βόρειο πεσσό και στις παραστάδες, κοσμημένα με φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα.
Το εικονογραφικό πρόγραμμα, του γ΄ τέταρτου του 14ου αιώνα, που αναπτύσσεται σε όλες τις επιφάνειες του κυρίως ναού και του Ιερού, αν και αποτελεί έργο τεσσάρων ζωγράφων, χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτη ενότητα και υψηλή καλλιτεχνική ποιότητα. Τα χαρακτηριστικά αυτά καθιστούν τις τοιχογραφίες στην Περίβλεπτο ως ένα από τα σπουδαιότερα ζωγραφικά σύνολα της υστεροβυζαντινής ζωγραφικής, καθώς, μάλιστα, δεν σώζονται ανάλογα σύνολα σε μνημεία της ίδιας εποχής στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη.
Ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του δίστυλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρεις πενταγωνικές εξωτερικά αψίδες στο Ιερό και είσοδο στη βόρεια πλευρά. Ο σημερινός πλάγιος νάρθηκας αποτελεί μετασκευή της στοάς που προϋπήρχε στη θέση αυτή. Το μεγαλύτερο τμήμα του ναού έχει κτιστεί κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα, ενώ εντοιχισμένα ανάγλυφα και πινάκια κοσμούσαν αρχικά τα τύμπανα των κεραιών του σταυρού και το ανατολικό τύμπανο, αντίστοιχα. Ο πλάγιος νάρθηκας στη νότια πλευρά του ναού, το σπηλαιώδες παρεκκλήσι της αγίας Αικατερίνης στη δυτική και τα δύο συνεχόμενα παρεκκλήσια στην ανατολική αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες.
Από το γλυπτό διάκοσμο του ναού σώζεται ο κοσμήτης του τέμπλου στο διακονικό, το τοξωτό προσκυνητάρι στο νότιο πεσσό, που πιθανότατα αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη, καθώς και ανάγλυφα επίκρανα στο βόρειο πεσσό και στις παραστάδες, κοσμημένα με φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα.
Το εικονογραφικό πρόγραμμα, του γ΄ τέταρτου του 14ου αιώνα, που αναπτύσσεται σε όλες τις επιφάνειες του κυρίως ναού και του Ιερού, αν και αποτελεί έργο τεσσάρων ζωγράφων, χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτη ενότητα και υψηλή καλλιτεχνική ποιότητα. Τα χαρακτηριστικά αυτά καθιστούν τις τοιχογραφίες στην Περίβλεπτο ως ένα από τα σπουδαιότερα ζωγραφικά σύνολα της υστεροβυζαντινής ζωγραφικής, καθώς, μάλιστα, δεν σώζονται ανάλογα σύνολα σε μνημεία της ίδιας εποχής στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη.
5. Οι Άγιοι Θεόδωροι
Οι Άγιοι Θεόδωροι, καθολικό ομώνυμης μονής, κτίστηκαν λίγο πριν το 1296 από τους μοναχούς Δανιήλ και Παχώμιο.
Ανήκουν στον αρχιτεκτονικό τύπο του οκταγωνικού ναού με τρεις χαμηλές αβαθείς αψίδες Ιερού στα ανατολικά. Η τοιχοποιία στο μεγαλύτερο μέρος συνίσταται σε απλή αργολιθοδομή, ενώ πλινθοπερίκλειστο σύστημα εντοπίζεται σποραδικά. Στις τέσσερις γωνίες του ναού διαμορφώνονται ισάριθμα παρεκκλήσια, από τα οποία τα ανατολικά είχαν ταφικό χαρακτήρα. Ο νάρθηκας, με διώροφα πυργόσχημα παρεκκλήσια στη βόρεια και νότια πλευρά, αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη.
Τα σωζόμενα ίχνη τοιχογραφιών αποκαθιστούν το αρχικό εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού στο μεγαλύτερο τμήμα του: ποδέα, που μιμούνταν ορθομαρμάρωση, καταλάμβανε τα χαμηλά μέρη των τοίχων, ζώνη με όρθιους ολόσωμους στρατιωτικούς αγίους εικονίζονταν ψηλότερα, ενώ σκηνές του Θεομητορικού κύκλου, του Δωδεκαόρτου, του Πάθους του Χριστού και της Ανάστασής του, καθώς και του βίου του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου αναπτύσσονταν σε δύο ζώνες στα ανώτερα μέρη. Η τεχνοτροπική σύγκριση με την τέχνη της α΄ και β΄ φάσης ιστόρησης της Μητρόπολης του Μυστρά, του 1270-1285 και 1291/2-1315, τοποθετεί τις παραστάσεις στους Αγίους Θεοδώρους στα τέλη του 13ου αιώνα.
Ανήκουν στον αρχιτεκτονικό τύπο του οκταγωνικού ναού με τρεις χαμηλές αβαθείς αψίδες Ιερού στα ανατολικά. Η τοιχοποιία στο μεγαλύτερο μέρος συνίσταται σε απλή αργολιθοδομή, ενώ πλινθοπερίκλειστο σύστημα εντοπίζεται σποραδικά. Στις τέσσερις γωνίες του ναού διαμορφώνονται ισάριθμα παρεκκλήσια, από τα οποία τα ανατολικά είχαν ταφικό χαρακτήρα. Ο νάρθηκας, με διώροφα πυργόσχημα παρεκκλήσια στη βόρεια και νότια πλευρά, αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη.
Τα σωζόμενα ίχνη τοιχογραφιών αποκαθιστούν το αρχικό εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού στο μεγαλύτερο τμήμα του: ποδέα, που μιμούνταν ορθομαρμάρωση, καταλάμβανε τα χαμηλά μέρη των τοίχων, ζώνη με όρθιους ολόσωμους στρατιωτικούς αγίους εικονίζονταν ψηλότερα, ενώ σκηνές του Θεομητορικού κύκλου, του Δωδεκαόρτου, του Πάθους του Χριστού και της Ανάστασής του, καθώς και του βίου του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου αναπτύσσονταν σε δύο ζώνες στα ανώτερα μέρη. Η τεχνοτροπική σύγκριση με την τέχνη της α΄ και β΄ φάσης ιστόρησης της Μητρόπολης του Μυστρά, του 1270-1285 και 1291/2-1315, τοποθετεί τις παραστάσεις στους Αγίους Θεοδώρους στα τέλη του 13ου αιώνα.
6. Η Αγία Σοφία
Η Αγία Σοφία, στη συνοικία των παλατιών, ταυτίζεται με το καθολικό της πατριαρχικής Μονής του Ζωοδότη Χριστού, που ίδρυσε στα μέσα του 14ου αιώνα ο πρώτος Δεσπότης του Μυστρά Μανουήλ Καντακουζηνός, του οποίου τα μονογράμματα διαβάζονται στα επίκρανα των δυτικών ψευτοπαραστάδων και των κιόνων. Επί Τουρκοκρατίας μετατράπηκε σε τζαμί.
Το μνημείο ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του δίστυλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο ναού, με τρεις τρίπλευρες εξωτερικά αψίδες ανατολικά, νάρθηκα δυτικά και δύο στοές βόρεια και δυτικά, από τις οποίες διατηρείται η πρώτη και το βόρειο τμήμα της δεύτερης. Σύγχρονά του είναι το ταφικό παρεκκλήσι με την υπόγεια κρύπτη ανατολικά της βόρειας στοάς, το τριώροφο καμπαναριό δυτικά και η άλλοτε διώροφη Τράπεζα βορειοδυτικά της εκκλησίας, ενώ μεταγενέστερες προσθήκες αποτελούν τα τρία παρεκκλήσια στη νότια πλευρά του. Ο ναός στο μεγαλύτερο μέρος έχει κτιστεί κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα και φέρει πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο στα τύμπανα των κεραιών του σταυρού.
Από το αρχικό εικονογραφικό πρόγραμμα του καθολικού σώζεται καλύτερα ο ένθρονος Παντοκράτορας στην κόγχη του Ιερού, αντίθετα με τα ανατολικά παρεκκλήσια, όπου ο ζωγραφικός διάκοσμος διατηρείται σχεδόν στο σύνολό του. Με εξαίρεση το διάκοσμο στο βορειοανατολικό παρεκκλήσι, που χρονολογείται στα τέλη του 14ου αιώνα, οι υπόλοιπες παραστάσεις τοποθετούνται στο β΄ μισό του ίδιου αιώνα.
Την επιμελημένη διακόσμηση του εσωτερικού του ναού συμπληρώνουν μαρμαροθετήματα, οι δύο κίονες δυτικά και το παλιότερο, του 12ου αιώνα, επιστύλιο του τέμπλου, το οποίο σώζεται αποσπασματικά.
Από το αρχικό εικονογραφικό πρόγραμμα του καθολικού σώζεται καλύτερα ο ένθρονος Παντοκράτορας στην κόγχη του Ιερού, αντίθετα με τα ανατολικά παρεκκλήσια, όπου ο ζωγραφικός διάκοσμος διατηρείται σχεδόν στο σύνολό του. Με εξαίρεση το διάκοσμο στο βορειοανατολικό παρεκκλήσι, που χρονολογείται στα τέλη του 14ου αιώνα, οι υπόλοιπες παραστάσεις τοποθετούνται στο β΄ μισό του ίδιου αιώνα.
Την επιμελημένη διακόσμηση του εσωτερικού του ναού συμπληρώνουν μαρμαροθετήματα, οι δύο κίονες δυτικά και το παλιότερο, του 12ου αιώνα, επιστύλιο του τέμπλου, το οποίο σώζεται αποσπασματικά.
7. Η Ευαγγελίστρια
H Ευαγγελίστρια βρίσκεται στη Μεσόχωρα, στο καλντερίμι που οδηγεί από τη Μητρόπολη στο Βροντόχι. Πρόκειται για δίστυλο σταυροειδή εγγεγραμμένο με τρούλο ναό, μικρότερων διαστάσεων από τους άλλους του ίδιου τύπου ναούς στο Μυστρά, την Περίβλεπτο, δηλαδή και την Αγία Σοφία. Ανατολικά απολήγει σε τρεις αψίδες, πεντάπλευρη τη μεσαία και τρίπλευρες τις πλάγιες, που διακρίνονται για το πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοδομίας τους. Το ίδιο σύστημα τοιχοδομίας, εξάλλου, απαντά εκτός από την ανατολική πλευρά και στις κεραίες του σταυρού, όπως και στο τύμπανο του τρούλου. Ο υπόλοιπος ναός είναι κτισμένος με απλή λιθοδομή. Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος περιορίζεται στο ένα δίλοβο παράθυρο στη βόρεια κεραία του σταυρού και στο τύμπανο του δυτικού τοίχου του περιβόλου παράλληλα, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα χαράγματα στο εξωτερικό των τοίχων, στα οποία περιλαμβάνεται ένα με το όνομα ''Φραντζής''.
Εσωτερικά ο ναός κοσμείται με κτιστό τέμπλο. Η Ωραία Πύλη διατηρεί το περιθύρωμά της, με δυτικές επιδράσεις, θυμίζοντας αντίστοιχα βενετικού τύπου παραδείγματα σε ναούς της Κρήτης.
Τα λιγοστά ίχνη τοιχογραφιών στον τρούλο και στο Ιερό Βήμα δεν επιτρέπουν να ανασυνθέσουμε το αρχικό εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού. Ωστόσο, η τεχνοτροπική συγγένεια των σωζόμενων παραστάσεων με τα υστεροβυζαντινά σύνολα τοιχογραφιών στους υπόλοιπους ναούς του Μυστρά οδηγεί τη χρονολόγηση του διακόσμου στις αρχές του 15ου αιώνα.
Εσωτερικά ο ναός κοσμείται με κτιστό τέμπλο. Η Ωραία Πύλη διατηρεί το περιθύρωμά της, με δυτικές επιδράσεις, θυμίζοντας αντίστοιχα βενετικού τύπου παραδείγματα σε ναούς της Κρήτης.
Τα λιγοστά ίχνη τοιχογραφιών στον τρούλο και στο Ιερό Βήμα δεν επιτρέπουν να ανασυνθέσουμε το αρχικό εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού. Ωστόσο, η τεχνοτροπική συγγένεια των σωζόμενων παραστάσεων με τα υστεροβυζαντινά σύνολα τοιχογραφιών στους υπόλοιπους ναούς του Μυστρά οδηγεί τη χρονολόγηση του διακόσμου στις αρχές του 15ου αιώνα.
8. Το Συγκρότημα των Παλατιών
Το συγκρότημα των Παλατιών, έδρα και κατοικία του Δεσπότη και της οικογένειάς του, επιβάλλεται με την παρουσία του στο μοναδικό πλάτωμα του λόφου. Πρόκειται για ένα σύνολο κτισμάτων, που άρχισε να κτίζεται σχεδόν αμέσως μετά την ίδρυση του κάστρου του ''Μυζηθρά'' και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα. Η συνεχής προσθήκη κτιρίων σκοπό είχε να καλύψει τις αυξανόμενες ανάγκες της διοικητικής αρχής που στέγαζε. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι η πτέρυγα των Καντακουζηνών, που κτίστηκε από το Δεσπότη Μανουήλ Καντακουζηνό στις αρχές του β΄ μισού του 14ου αιώνα, και η πτέρυγα των Παλαιολόγων, των αρχών του 15ου αιώνα. Η τελευταία αποτελείται από έναν ισόγειο χώρο, που εξυπηρετούσε αποθηκευτικές ανάγκες, τον πρώτο όροφο, που διαιρείται σε οκτώ διαμερίσματα - αίθουσες στρατωνισμού και το δεύτερο όροφο, ο οποίος στέγαζε την αίθουσα του θρόνου.
Στα σπίτια, που υψώνονται γύρω από τα Παλάτια, πιθανότατα κατοικούσαν τα μέλη της αριστοκρατίας του Μυστρά, από την οποία προέρχονταν και οι αξιωματούχοι του Δεσποτάτου.
Στα σπίτια, που υψώνονται γύρω από τα Παλάτια, πιθανότατα κατοικούσαν τα μέλη της αριστοκρατίας του Μυστρά, από την οποία προέρχονταν και οι αξιωματούχοι του Δεσποτάτου.
9. Ο Άγιος Νικόλαος
Ο Άγιος Νικόλαος, στη συνοικία των Παλατιών, ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο ναού, με νάρθηκα δυτικά, του οποίου η οροφή έχει καταπέσει και περίβολο νότια και δυτικά. Χρονολογημένος στο 17ο αιώνα, είναι ο μοναδικός ναός μεγάλων διαστάσεων, που οικοδομήθηκε στο Μυστρά μετά την παράδοση της Καστροπολιτείας στους Τούρκους το 1460 και η λειτουργία του μαρτυρεί για την παραχώρηση προνομίων στους Έλληνες, όπως και την έντονη παρουσία τους στη γύρω περιοχή.
Ο ναός κτίστηκε με απλή λιθοδομή και μικρό αριθμό πλίνθων κατά τόπους, ενώ εσωτερικά ήταν κατάγραφος με τοιχογραφίες, από τις οποίες διατηρείται μικρό μόνο μέρος. Ολόσωμοι άγιοι, σκηνές από το Δωδεκάορτο και το Βίο του τιμώμενου αγίου Νικολάου διακρίνονται ακόμη, με καλύτερα σωζόμενες τον αρχάγγελο Γαβριήλ από τη σκηνή του Ευαγγελισμού στο βόρειο πεσσό μπροστά από το Ιερό, την Κοίμηση του αγίου Νικολάου στο κέντρο του βόρειου τοίχου και την εντυπωσιακή Δευτέρα Παρουσία ακριβώς απέναντι, στο νότιο τοίχο.
Οι παραστάσεις, που χαρακτηρίζονται από έντονη διακοσμητική διάθεση στα ενδύματα των αγίων, περιγράμματα στα πρόσωπα και ευρεία χρήση της γραμμής, είναι ενδιαφέρουσας τέχνης και ακολουθούν τις αρχές της ζωγραφικής του 17ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή της Λακωνίας.
Ο ναός κτίστηκε με απλή λιθοδομή και μικρό αριθμό πλίνθων κατά τόπους, ενώ εσωτερικά ήταν κατάγραφος με τοιχογραφίες, από τις οποίες διατηρείται μικρό μόνο μέρος. Ολόσωμοι άγιοι, σκηνές από το Δωδεκάορτο και το Βίο του τιμώμενου αγίου Νικολάου διακρίνονται ακόμη, με καλύτερα σωζόμενες τον αρχάγγελο Γαβριήλ από τη σκηνή του Ευαγγελισμού στο βόρειο πεσσό μπροστά από το Ιερό, την Κοίμηση του αγίου Νικολάου στο κέντρο του βόρειου τοίχου και την εντυπωσιακή Δευτέρα Παρουσία ακριβώς απέναντι, στο νότιο τοίχο.
Οι παραστάσεις, που χαρακτηρίζονται από έντονη διακοσμητική διάθεση στα ενδύματα των αγίων, περιγράμματα στα πρόσωπα και ευρεία χρήση της γραμμής, είναι ενδιαφέρουσας τέχνης και ακολουθούν τις αρχές της ζωγραφικής του 17ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή της Λακωνίας.
10. Οι Οικίες
Οι οικίες σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση και αποτελούν ''εύγλωττη'' μαρτυρία της ποιότητας ζωής που παρείχαν.
Διαθέτουν ισόγειο και έναν ή πιο σπάνια δύο ορόφους. Οι χώροι κατοίκησης βρίσκονται στον όροφο, ενώ οι βοηθητικοί στο ισόγειο. Βασικό πυρήνα των οικοδομημάτων του Μυστρά αποτελεί το κτίσμα με ισόγειο και μονόχωρο όροφο. Η προσθήκη δωματίων ή και ολόκληρων οικιστικών μονάδων, ακόμα και πύργων, σε αυτόν τον πυρήνα έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία οικιών ποικίλης μορφής.
Στις βυζαντινές μυστριώτικες οικίες, το ισόγειο προορίζεται για βοηθητικές υπηρεσίες (σταβλισμό ζώων, αποθήκευση, μαγείρεμα). Είναι χτισμένο έτσι ώστε να εξυπηρετεί αμυντικές ανάγκες: οι τοίχοι του είναι παχείς, στέρεοι και συχνά εφοδιασμένοι με τοξικές θυρίδες. Ο μεσόπατος, χαμηλός όροφος πάνω από το ισόγειο, όπου υπάρχει, καλύπτει ποικίλες ανάγκες. Τέλος, ο τρίκλινος, διαμορφωμένος στον τελευταίο όροφο ως μία μεγάλη ενιαία αίθουσα, χρησιμοποιείται για φαγητό, ύπνο και παραμονή. Δεν φέρει μόνιμα χωρίσματα? πιθανώς ευτελή υλικά χρησιμοποιούνταν για τη δημιουργία επιμέρους διαμερισμάτων. Συχνά οι τρίκλινοι διαθέτουν και ηλιακούς (εξώστες).
Ανάμεσα στις οικίες ξεχωρίζουν με το μνημειακό τους χαρακτήρα και την πολύ καλή κατάσταση διατήρησης τους τα αρχοντικά του Λάσκαρη και του Φραγκόπουλου στην Κάτω Χώρα και το Παλατάκι στην Άνω Χώρα του Μυστρά.
Διαθέτουν ισόγειο και έναν ή πιο σπάνια δύο ορόφους. Οι χώροι κατοίκησης βρίσκονται στον όροφο, ενώ οι βοηθητικοί στο ισόγειο. Βασικό πυρήνα των οικοδομημάτων του Μυστρά αποτελεί το κτίσμα με ισόγειο και μονόχωρο όροφο. Η προσθήκη δωματίων ή και ολόκληρων οικιστικών μονάδων, ακόμα και πύργων, σε αυτόν τον πυρήνα έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία οικιών ποικίλης μορφής.
Στις βυζαντινές μυστριώτικες οικίες, το ισόγειο προορίζεται για βοηθητικές υπηρεσίες (σταβλισμό ζώων, αποθήκευση, μαγείρεμα). Είναι χτισμένο έτσι ώστε να εξυπηρετεί αμυντικές ανάγκες: οι τοίχοι του είναι παχείς, στέρεοι και συχνά εφοδιασμένοι με τοξικές θυρίδες. Ο μεσόπατος, χαμηλός όροφος πάνω από το ισόγειο, όπου υπάρχει, καλύπτει ποικίλες ανάγκες. Τέλος, ο τρίκλινος, διαμορφωμένος στον τελευταίο όροφο ως μία μεγάλη ενιαία αίθουσα, χρησιμοποιείται για φαγητό, ύπνο και παραμονή. Δεν φέρει μόνιμα χωρίσματα? πιθανώς ευτελή υλικά χρησιμοποιούνταν για τη δημιουργία επιμέρους διαμερισμάτων. Συχνά οι τρίκλινοι διαθέτουν και ηλιακούς (εξώστες).
Ανάμεσα στις οικίες ξεχωρίζουν με το μνημειακό τους χαρακτήρα και την πολύ καλή κατάσταση διατήρησης τους τα αρχοντικά του Λάσκαρη και του Φραγκόπουλου στην Κάτω Χώρα και το Παλατάκι στην Άνω Χώρα του Μυστρά.
Μυστράς Χάρτης
GPS Συντεταγμένες 37.07425, 22.36702