Φωτο: © allovergreece.com
Σπήλαιο Δράκου
Η ύπαρξη του σπηλαίου δεν φαίνεται να ήταν γνωστή έως τα νεότερα χρόνια. Στις γραπτές μαρτυρίες της εποχής της τουρκοκρατίας δεν υπάρχει καμία αναφορά στο σπήλαιο, αλλά ούτε και στις παλαιότερες ιστορικές μαρτυρίες. Πιθανολογείται ότι ή είσοδος του σπηλαίου μέχρι κάποια εποχή δεν ήταν ορατή λόγω προσχώσεων, αλλά και λόγω ότι η παραλίμνια διαδρομή ήταν δύσβατη και προσπελάσιμη μόνο από την λίμνη.
Καστοριανοί ερασιτέχνες εξερευνητές, άνθρωποι με περιβαλλοντικές ευαισθησίες στην δεκαετία του ‘40, την εποχή που διανοίχθηκε και ο παραλίμνιος δρόμος από τον στρατηγό Σουγγαρίδη, ήταν οι πρώτοι που ανακάλυψαν και περιέγραψαν το απαράμιλλης ομορφιάς σπήλαιο και έριξαν την πρώτη ιδέα για την αξιοποίησή του. Την εποχή αυτή καταγράφεται και ο μύθος γύρω από τον «Δράκο» της σπηλιάς απ’ όπου και το όνομά της. Η Καστοριά οφείλει πολλά στους συμπολίτες μας Νίκο Πιστικό, Κώστα Φράσια, Αναστάσιο Μπασακύρο, Θ. Μορφίδη καθώς και πολλούς άλλους και αργότερα, το 1954 στον Σουηδό εξερευνητή Linberg, που περιηγήθηκαν στο σπήλαιο και ενημέρωσαν την τοπική κοινωνία για τον απαράμιλλης ομορφιάς λιθωματικό διάκοσμό του. Βέβαια, Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια έγινε το 1963 από τον Τζώνη Ζερβουδάκη και την Ε.Σ.Ε για την ολοκλήρωση της συλλογής στοιχείων και για την εκπαίδευση νέων σπηλαιολόγων. Στο εσωτερικό του σπηλαίου του Δράκου εντοπίστηκαν παλαιοντολογικά κατάλοιπα, με κυριότερα τα οστά σπηλαίας άρκτου ή αρκούδας των σπηλαίων (Ursus Speleaus). Το είδος αυτό έζησε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου και εξαφανίστηκε πριν από περίπου 10.000 χρόνια.
Σύμφωνα με το μύθο που συνδέει το όνομά της με το σπήλαιο, πριν από πολλούς αιώνες η μεγάλη σπηλιά που βρίσκεται πριν από το μοναστήρι της Μαυριώτισσας ήταν χρυσορυχείο και το φύλαγε ένας δράκος που ανέπνεε και έβγαζε από το στόμα του φλόγες και δηλητηριασμένους ατμούς. Ύστερα από το κτίσιμο της Καστοριάς (Ή’ ή Ι’ αιώνας) ο πρώτος βασιλιάς ο Κάστωρ, θέλοντας να διασκεδάσει τον φιλοξενούμενο αδελφό του Πολυδεύκη και τον πεθερό του Κέλι ιερέα του θεού, απεκάλυψε το τεράστιο αυτό σπήλαιο. Η παρουσία όμως του δράκου τους εμπόδιζε την προσέγγιση στη σπηλιά. Τότε ο βασιλιάς υπεσχέθη μεγάλα δώρα σ’ αυτόν που θα σκότωνε τον δράκο. Ένας νέος δυνατός παρουσιάστηκε. Επακολούθησε άγρια πάλη με τον δράκο. Χτυπώντας τον με το κοντάρι του έτρεμαν οι γύρω βράχοι και αναταράζονταν τα νερά της λίμνης. Το τέρας κτυπήθηκε και έπλεε νεκρό επάνω στα νερά της λίμνης. Πανηγύρισαν το γεγονός και ευχαρίστησαν τον Πάνα.
Κατόπιν με αναμμένους δαυλούς προχώρησαν στη σπηλιά με σκυφτά τα κεφάλια τους για να μην κτυπήσουν τους σταλακτίτες. Το βάθος εκτεινόταν σε χιλιόμετρα και η ατμόσφαιρα γινόταν πνιγηρή από έλλειψη οξυγόνου. Σε ένα μέρος που η σήραγγα στενεύει έσβησαν οι δαυλοί και πηχτό σκοτάδι τους σφιχταγκάλιασε όλους. Τότε άκουσαν μια απόκοσμη φωνή να λέει : ΄΄ εκείνος που θα σκύψει να πάρει μια χούφτα της λάσπης που πατάει θα μετανιώσει ΄΄. Οι πιο θαρρετοί έσκυψαν και πήραν λάσπη και γέμισαν τους κόρφους τους. Οι άλλοι φοβήθηκαν και δεν τόλμησαν να πάρουν. Όταν βγήκαν στο φως του ηλίου εκείνοι που κρατούσαν τη λάσπη είδαν με έκπληξη πως κρατούσαν υγρή χρυσόσκονη.