
Εθνικός Δρυμός Αίνου Κεφαλληνίας
Ο Εθνικός Δρυμός Αίνου, ιδρύθηκε το 1962, κυρίως για να προστατευθεί ότι είχε απομείνει από το άλλοτε ακμαίο και μεγαλόπρεπο δάσος του, το οποίο συνίσταται σχεδόν αποκλειστικά από ένα από τα ωραιότερα δασικά δένδρα, δηλαδή από την κεφαλληνιακή Ελάτη (Abies cephalonica). Και δικαίως κηρύχθηκε ως Εθνικός Δρυμός ο Αίνος, αφού το όρος αποτελεί κατά τον Διεθνή Κώδικα Βοτανικής την κλασσική θέση του ενδημικού για την Ελλάδα είδους της κεφαλληνιακής Ελάτης. Αλλά και πέραν τούτου γιατί το όλον οικοσύστημα του Αίνου είναι ιδιαιτέρου επιστημονικού και αισθητικού ενδιαφέροντος και αποτελεί τον πνεύμονα της Κεφαλονιάς και την καρδιά της πλούσιας βιοποικιλότητας της νήσου.
O Εθνικός Δρυμός Αίνου Κεφαλονιάς με συνολική έκταση 28.620 στρ. αποτελείται από δύο περιοχές. Η μία εξαπλώνεται στον κύριο ορεινό όγκο του Αίνου (23.160 στρ.), με υψηλότερη κορυφή τον Μέγα Σωρό (υψ. 1.628 m) και η άλλη στον γειτονικό ορεινό όγκο, το όρος Ρούδι (5.460 στρ.), με υψηλότερη κορυφή την Γιούπαρη (υψ. 1.125 m). Κύριο χαρακτηριστικό του Εθνικού Δρυμού είναι το δάσος της κεφαλληνιακής Ελάτης (Abies cephalonica), η οποία κυριαρχεί στην περιοχή και αποτελεί την μοναδική εμφάνιση στα Ιόνια Νησιά. Ο Αίνος αποτελεί τον "κλασσικό τόπο" της Abies cephalonica Loudon, δεδομένου ότι από εδώ περιγράφθηκε, το 1938, ως νέο είδος.
Ο Εθνικός Δρυμός έχει χαρακτηρισθεί, σε διεθνές επίπεδο, ως Ευρωπαϊκό Βιογενετικό Απόθεμα. Έχει, επίσης, ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Ειδικών Ζωνών "Natura 2000" και στο δίκτυο των Περιοχών Ειδικής Προστασίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για την προστασία της ορνιθοπανίδας. Ταυτόχρονα με την κήρυξή του ως Εθνικού Δρυμού ορίσθηκε και ως Καταφύγιο Άγριας Ζωής.
Υπεύθυνος φορέας για τη διοίκηση και διαχείριση του Δρυμού είναι ο Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Αίνου και η Διεύθυνση Δασών Κεφαλληνίας.
Ο αριθμός των ειδών χλωρίδας του Εθνικού Δρυμού του Αίνου υπολογίζεται περίπου σε 400. Σε αυτά περιλαμβάνονται μόνον τα Πτεριδόφυτα και Σπερματόφυτα.
Από τα οκτώ γνωστά μέχρι σήμερα ενδημικά είδη και υποείδη της Κεφαλονιάς τα εξής τρία είναι αποκλειστικώς ενδημικά του Δρυμού:
Viola cephalonica Bornm: Εμφανίζεται σε υψόμετρο 1.500-1.600 m και φύεται στις σχισμές ασβεστολιθικών βράχων, καθώς και σε πετρώδεις θέσεις. Κύρια περιοχή εξάπλωσής του είναι η περιοχή γύρω από τις κεραίες στην θέση Χιονίστρα.
Scutellaria rupestris Boiss. & Heldr. subsp. cephalonica (Bornm.) Greuter & Burdet: Εμφανίζεται μεταξύ 1.500-1.600 m και φύεται σε βραχώδεις και πετρώδεις ασβεστολιθικές θέσεις.
Ajuga orientalis subsp. aenesia (Heldr.) Phitos & Damboldt: Εμφανίζεται μεταξύ 400-1.600 m και φύεται σε ασβεστολιθικές, πετρώδεις θέσεις.
Περισσότερα από 100 είδη πτηνών έχουν καταγραφεί, εκ των οποίων το 1/3 αποτελούν μόνιμους κατοίκους του Δρυμού. Τα σημαντικότερα αυτών, ως είδη προτεραιότητας, είναι τα αρπακτικά Circaetus gallicus (Φιδαετός), Falco biarmicus (Χρυσογέρακο) και Pernis apivorus (Σφηκιάρης), καθώς και τα είδη Alectoris graeca (Πετροπέρδικα) και Emberiza caesia (Φρυγανοτσίχλονο). Άλλα πτηνά που θα απαντήσει κανείς στο Δρυμό είναι τα εξής: Buteo buteo (Γερακίνα), Falco tinnunculus (Βραχοκιρκίνεζο), Athene noctua (Κουκουβάγια), Garullus glandarius (Κίσσα), Caprimulgus europaeus (Γιδοβύζι), Upupa epops (Τσαλαπετεινός), Turdus sp. (είδη Τσιχλών), Periparus ater (Ελατοπαπαδίτσα) κ.ά. Aμφίβολη είναι σήμερα η παρουσία στον Δρυμό ειδών, όπως τα Gyps fulvus (Όρνιο) και Dryocopus martius (Μαύρος Δρυοκολάπτης).
Στον Εθνικό Δρυμό δεν υπάρχουν μεγάλα θηλαστικά. Σημαντική εξαίρεση είναι το μικρό κοπάδι σχετικά κοντών αλόγων, το Equus caballus που ζει ελεύθερα σε ημι-άγρια κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή της Μονής Ζωοδόχου Πηγής στις πλαγιές του βουνού Αίνου.