Ιερά Μονή Παναγίας Ελώνης
Στη μέση της διαδρομής Λεωνιδίου - Κοσμά, επάνω σε έναν τεράστιο βράχο του Πάρνωνα, στέκεται επιβλητικό και μεγαλόπρεπο το μοναστήρι της Παναγίας Ελώνης. Από την πρωτεύουσα της Τσακωνιάς και σε απόσταση 14 χιλιομέτρων (107 χλμ. από την Τρίπολη) εντοπίζουμε τη μονή στο φαράγγι του Δαφνώνα. Τη διαδρομή ορίζει με γραφικό τρόπο το ποτάμι Δαφνιάς, ο αρχαίος Σεληνούντας, που δημιουργεί απότομες και άγριες χαράδρες. Η μονή είναι γυναικεία και σε αυτή μονάζουν με βάση την απογραφή του 2001 τέσσερις μοναχές. Η Μονή παλαιότερα ήταν αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή και από το 1797 είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και γιορτάζει στις 23 Αυγούστου και στις 21 Νοεμβρίου.
Για την επωνυμία της μονής έχουν διατυπωθεί αρκετές ερμηνείες. Η μονή οφείλει την επωνυμία της σε κάποια παλαιά εικόνα, η οποία, σύμφωνα με την παράδοση, μεταφέρθηκε στην Τσακωνιά από το Έλος της Λακωνίας, μια περιοχή που τρέφει ακόμη ξεχωριστή πίστη στην προστασία της Έλωνας. Κατά την παράδοση αυτή, όταν γύρω στα 582 οι κάτοικοι του Έλους εξαιτίας της εισβολής των Σλάβων κατέφυγαν άλλοι στη Μονεμβασία και άλλοι στην Τσακωνιά, έφεραν μαζί τους μια εικόνα που διατήρησε το όνομα του τόπου τους (Έλωνα από το Έλος). Άλλη θεωρία είναι ότι προέρχεται από τη λέξη «έλος»(=βάλτος), έναν γειτονικό τόπο δηλαδή, βαλτώδη, όπου πιθανόν είχε πρωτοϊδρυθεί η μονή. Ή ότι μπορεί να έχει προέλθει από την τσακώνικη λέξη «Έουνη» που σημαίνει «Ελεούσα» ή από την ονομασία σπηλαίου.
Για τη χρονολογία ίδρυσης του μοναστηριού, το οποίο τιμάται ιδιαίτερα από τους Κυνουριάτες, τους Λάκωνες, τους Σπετσιώτες και του Υδραίους, υπάρχουν μόνο παραδόσεις. Σύμφωνα με αυτές, ως πρώτοι οικιστές του θεωρούνται οι μοναχοί Καλλίνικος και Δοσίθεος, που ασκήτεψαν εδώ τον 15ο αιώνα. Οι μοναχοί θανατώθηκαν από Τούρκους, οι οποίοι, όταν προσπάθησαν να εισέλθουν στον ναό, τυφλώθηκαν από την Παναγία, ωστόσο γιατρεύτηκαν από τη Θεοτόκο μετά τις παρακλήσεις του ιερέα και των κατοίκων του χωριού Κοσμά.
Το βέβαιο είναι ότι τον 17ο και 18ο αιώνα η μονή λειτουργούσε, όπως δείχνει και η πρώτη αναφορά της σε γραπτές πηγές, που ανάγεται στο 1730. Τότε, με έγγραφο του Πατριάρχη Σεραφείμ Α΄ ανανεώθηκε το σταυροπηγιακό της προνόμιο, που υπήρχε ήδη από το 1688. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας υπέστη ζημιές και λεηλασίες, αλλά ο ρόλος της στην επανάσταση του 1821 ήταν σημαντικός, με την πρακτική και οικονομική ενίσχυση του αγώνα. Το έτος 1836, αν και είχε λεηλατηθεί από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ δέκα χρόνια πριν, παρουσίαζε ιδιαίτερη ακμή και σταδιακά ανέκτησε την παλιά της αίγλη. Αρχικά ήταν ανδρική αλλά από το 1971 έχει μετατραπεί σε γυναικεία.
Σήμερα το μοναστήρι διαθέτει ανακαινισμένα κελλιά και βοηθητικούς χώρους. Η πρόσβαση στο συγκρότημα γίνεται από κλίμακα που οδηγεί σε δύο διαδοχικές πύλες προστατευμένες με καταχύστρες. Κυριολεκτικά στο χείλος του βράχου, ένας επιβλητικός διάδρομος μήκους περίπου 100 μ. οδηγεί στα οικοδομήματα που είναι κτισμένα σε διαφορετικά επίπεδα και συνδέονται με κλίμακες και διαδρόμους. Μια κλίμακα οδηγεί κάτω αριστερά σε έναν στενόμακρο διάδρομο, όπου στην ανατολική του πλευρά υψώνεται τριώροφο κτίριο με κελιά και ξενώνες στον πρώτο όροφο, τραπεζαρίες και αποθήκες κάτω, ενώ παραπλεύρως συνεχίζει με τα γραφεία και τους χώρους υποδοχής. Τα χαγιάτια-βεράντες και τα μπαλκόνια προσφέρουν μια εξαιρετική θέα. Μια άλλη κλίμακα οδηγεί στο απέναντι κτίριο της δυτικής πλευράς της μονής. Πρόκειται για τριώροφο κτίριο, οι άνω όροφοι του οποίου χρησιμοποιούνται ως ξενώνες και το ισόγειο ως αποθήκες. Μια κλίμακα πίσω από το κτίριο αυτό οδηγεί στο παρεκκλήσι των Αγίων Πάντων. Παραπλεύρως διατηρείται ένα παλαιό ασκητήριο σε βραχώδη κοιλότητα.
Στο νότιο άκρο του διαδρόμου μια διπλή κλίμακα με δέκα σκαλιά οδηγεί σε μια μικρή τριγωνική πλακόστρωτη αυλή, που ανοίγεται μπροστά από το καθολικό. Στο προαύλιο της μονής υπάρχει σκάλα που οδηγεί σε χαμηλότερα επίπεδα διαμορφωμένων χώρων, ενώ πιο πέρα, κάτω από στοά υπάρχουν χώροι που ανήκουν στις βοηθητικές υπηρεσίες της μονής (ζυμωτήρια, φούρνοι κλπ.). Η ύδρευση της μονής επιτυγχάνεται από το νερό που πηγάζει από τον βράχο. Το νερό αυτό στη συνέχεια συγκεντρώνεται σε ειδική στέρνα στα δυτικά του καθολικού. Το καθολικό, κτισμένο με αργολιθοδομή, είναι μια μικρή μονόχωρη βασιλική, που χρονολογείται σύμφωνα με επιγραφή στο έτος 1809, ενώ το καμπαναριό του προστέθηκε το 1831. Στο εσωτερικό του δεν υπάρχει τοιχογραφικός διάκοσμος, αλλά μόνο το ξυλόγλυπτο τέμπλο του 19ου αιώνα. Στο ιερό του ναού έχουν τοποθετηθεί προθήκες με κειμήλια, ευαγγέλια, άγια λείψανα και αφιερώματα.