Μονή Οδηγήτριας
Στα νότια του νομού Ηρακλείου, στην περιοχή των Αστερουσίων Ορέων, δεσπόζει η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Οδηγήτριας. Σε υψόμετρο 250 μέτρων, κτισμένη σε οχυρή θέση και σε ερημική περιοχή, η Μονή Οδηγήτριας προσφέρεται για πνευματική άσκηση και προσευχή. Η έντονη μοναστική παράδοση της περιοχής, ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι Καλοί Λιμένες (όρμος τον Αστερουσίων), σύμφωνα με την παράδοση, αποτέλεσαν τον πρώτο σταθμό του πλοίου, που μετέφερε τον δέσμιο Απόστολο Παύλο από την Καισαρεία στην Ρώμη.
Η Ιερά.Μονή Οδηγήτριας, θεωρείται ένα από τα αρχαιότερα μοναστήρια της Κρήτης, αφού η ίδρυσή της χρονολογείται τον 14ο αιώνα, από μια μοναχή με το όνομα Μάρθα, στα κτήματα της οικογένειας των Καλλέργηδων. Μια άλλη εκδοχή, θέλει το μοναστήρι να έχει πάρει το όνομά του από ένα αντίγραφο της εικόνας της Παναγίας (αποδίδεται στον Ευαγγελιστή Λουκά), από τις πιο θαυματουργές του Βυζαντίου, της Μονής Οδηγών της Κωνσταντινούπολης.
Το κτιριακό συγκρότημα της μονής έχει φρουριακή αρχιτεκτονική, με ψηλό οχυρωματικό περίβολο (μόνο μέρος του τείχους διασώζεται) και οχυρό πύργο, γνωστό ως τον Πύργο του Ξωπατέρα. Μπαίνοντας από την κεντρική είσοδο στην βόρεια πλευρά του μοναστηριού, συναντάμε εγχάρακτη επιγραφή “Ιησούς Χριστός Νικά” έτους 1568 (πιθανή χρονολογία ανακαίνισης). Πιο μέσα, διακρίνουμε περιμετρικά διάφορα κτίρια, με σημαντικότερο το διώροφο κτίριο του ηγουμενείου, όπου στον επάνω όροφο βρίσκονται οι ξενώνες, ενώ στον κάτω τα αρχεία (έγγραφα, πατριαρχικές επιστολές κλπ.) και η βιβλιοθήκη του μοναστηριού. Άλλα κτίρια είναι το ελαιοτριβείο, το φουρνόσπιτο και το τυροκέλι (υπόγειος χώρος όπου φυλάσσονταν τα τυριά). Το πατητήρι και η αποθήκη της μονής τα τελευταία χρόνια ανακαινίστηκαν και πλέον ο χώρος διαμορφώθηκε σε τραπεζαρία και μουσείο. Τα υπόλοιπα κτίρια είναι τα κελιά των μοναχών, ενώ στο κέντρο του περιβόλου, όπου βρίσκεται η αυλή του μοναστηριού, συναντάμε το καθολικό της Ι.Μ.
Από άποψη αρχιτεκτονικής, η Ι.Μ Οδηγήτριας χωρίζεται σε δύο κλίτη. Το νότιο κλίτος είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου ενώ το βόρειο στους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Επίσης, σώζεται και το βόρειο τμήμα του σταυρεπίστεγου νάρθηκα, με σημαντικές τοιχογραφίες. Υπήρχε και ένα τρίτο κλίτος, αφιερωμένο στον Άγιο Φανούριο, από το οποίο δυστυχώς έχουν μείνει μόνο τα θεμέλια. Στο εσωτερικό της μονής, μπορούμε να θαυμάσουμε το τέμπλο, φιλοτεχνημένο από τον ζωγράφο Άγγελο Ακοτάντο, σημαντικό μέλος της Κρητικής Σχολής του 15ου αιώνα, όπως και τέσσερις ακόμη εικόνες του ιδίου: ο Χριστός η άμπελος, η Θεοτόκος Ζωοδόχου Πηγή, ο Ασπασμός Πέτρου και Παύλου και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.
Στην Ι.Μ. Οδηγήτριας υπάγονται πλήθος ερημητηρίων και αξιόλογων εξωκλησιών, όπως ο ναός του Αγίου Αντωνίου, μόλις 250 μέτρα μακριά από την μονή, στην τοποθεσία Αγιοφάραγγο. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα επιβλητική και με σπουδαία αρχιτεκτονική εκκλησία του 14ου-15ου αιώνα. Παλαιότερα (13ο αιώνα) φαίνεται να υπήρχε μόνο ένα μικρό εκκλησάκι μέσα στο σπήλαιο του βράχου, αλλά για να καλύψει τον αυξημένο αριθμό μοναχών ανακαινίστηκε (μεγάλωσε) αρκετές φορές. Το Αγιοφάραγγο, ξεκινάει από το νότιο τμήμα της Ι.Μ Οδηγήτριας και καταλήγει στο Λιβυκό πέλαγος. Το γεγονός ότι μπορείς να περάσεις μόνο πεζός, λόγω του άγριου και τραχιού εδάφους και εξαιτίας της απομονωμένης τοποθεσίας, έκαναν την περιοχή το πρώτο κέντρο ασκητικού βίου σε όλη την Κρήτη, από τα πρώτα κιόλας χριστιανικά χρόνια. Άλλοι σημαντικοί ναοί είναι: η Παναγία η Μαρτσαλιανή (σπηλαιώδης ναός), οι Άγιοι Ευτυχιανοί (17 Αυγ), ο Άγιος Ιωάννης του Προδρόμου (29 Αυγ) στον Βαθύ Λαγκό, ο Άγιος Ανδρέας (30 Νοε) και ο σπηλαιώδης ναός της Αγίας Κυριακής (7 Ιουλ).
Στον αγώνα κατά της τουρκοκρατίας, η ιδιαίτερα απομονωμένη τοποθεσία της Ι.Μ. Οδηγήτριας, μακριά από κατοικημένους τόπους, αποτέλεσε για τους Κρητικούς τόπο καταφυγίου των αμάχων και ορμητηρίου των ανυπότακτων. Οι επαναστάτες Κρήτες ή χαΐνηδες (προδότες) κατά τους Οθωμανούς ή αλλιώς “καλησπέρηδες” (έκαναν επιδρομές από τα ορεινά στα πεδινά τις νύχτες) για τους ντόπιους, έδωσαν σκληρό αγώνα με την βοήθεια της μονής κατά της οθωμανικής καταπίεσης. Από τους πιο φημισμένους χαΐνηδες της Κρήτης υπήρξε ο Ξωπατέρας, ή Ξέπαπας, ή “Ντελή” παπάς (τρελόπαπας), καλόγερος της μονής και μια από τις ηρωικότερες μορφές του απελευθερωτικού αγώνα.
Ο θρυλικός Ξωπατέρας, του οποίου το κανονικό όνομα ήταν Ιωάννης Μαρκάκης ή πατέρας Ιωσήφ, γρήγορα απέκτησε την φήμη του προστάτη των Χριστιανών και οι ηρωικές του πράξεις δεν άργησαν να κινητοποιήσουν τους Τούρκους. Τον Φεβρουάριο του 1828, με 3.000 στρατιώτες (800 σύμφωνα με άλλη πηγή) πολιόρκησαν την μονή. Ο Ξωπατέρας κλείστηκε στον οχυρό πύργο, που σώζεται μέχρι σήμερα στην ΒΔ πλευρά του μοναστηριού, μαζί με άλλους συντρόφους και έδωσαν σκληρή και άνιση μάχη για τρεις ημέρες. Την τελευταία μέρα και ενώ είχε μείνει μόνο αυτός ζωντανός και λαβωμένος, οι Τούρκοι προσπαθούσαν έχοντας βάλει φωτιά στον πύργο να τον αναγκάσουν να βγει. Ο Ξωπατέρας όμως συνέχισε να αγωνίζεται και ενώ ο πύργος φλεγόταν, διαπίστωσε ότι είχε ξεμείνει και από πυρομαχικά. Αποφάσισε τότε αρματωμένος με το σπαθί του, να κάνει μια ηρωική έξοδο και να πάρει μαζί του στον θάνατο, όσους περισσότερους Τούρκους μπορούσε. Ο θρύλος λέει, ότι ο γενναίος επαναστάτης καλόγερος, σκότωσε τρεις Τούρκους πριν πέσει νεκρός στην αυλή. Η λαϊκή μούσα ύμνησε την ζωή και τα κατορθώματά του. Απόσπασμα από το παραδοσιακό λαϊκό τραγούδι που διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, είναι και το εξής:
Μηνά του ο Σαϊτ Αγάς να του το παραδώσει,
γιατί φωτιά του Πύργου του ως το πρωί θα δώσει.
Δεν προσκυνώ εγώ Τουρκιά καλιά θα πολεμήσω,
μέσα στον Πύργο θα κλειστώ να σα σε διαγουμίσω.
Ξαναμηνά του ο Αγάς παραδώσου Ξωπατέρα,
γιατί έφτασε το τέλος σου κι η άσκημη σου μέρα.
Μα αν πεινάτε κι ήρθατε να σα σε μαγειρέψω,
πάλι αν θέλετε καυγά κορμιά θα μακελέψω.
Το 1841, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης αποφάσισε την ανασυγκρότηση και αναστήλωση της Ι.Μ. Οδηγήτριας, μετά και τις καταστροφές που είχε υποστεί το μοναστήρι από τους κατακτητές Οθωμανούς. Θέλοντας το Οικουμενικό Πατριαρχείο να βοηθήσει την περαιτέρω προσπάθεια ανασυγκρότησης της μονής, την έθεσε με Σιγίλιον Σταυροπηγιακή τον Μάιο του 1844. Όμως οι περιπέτειες του μοναστηριού συνεχίστηκαν και επί γερμανικής κατοχής, αφού πάντα υπήρξε ακοίμητος φρουρός της Ορθοδοξίας. Κινδύνευσε από τους κατακτητές να καεί για δεύτερη φορά, όταν μαθεύτηκε ότι οι μοναχοί της μονής, περιέθαλπαν και φρόντιζαν αντάρτες. Παρά τα πολλά προβλήματα που αντιμετώπιζε η μονή, τόσο από τις καταστροφές που είχε υποστεί από τους κατακτητές, όσο και την ενίσχυση, με κάθε μέσο, που παρείχε στους κατοίκους της περιοχής, συνέχισε να λειτουργεί απρόσκοπτα. Το 1974, ξεκινάει μια μεγάλη περίοδος αναστήλωσης του μοναστηριού και το 1977, ηλεκτροδοτείται και υδροδοτείται.
Στην ανδρική Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Οδηγήτριας, εγκαταβιούν έξι μοναχοί. Όσοι επισκέπτες το επιθυμούν, μπορούν να διαμείνουν στους ξενώνες του ταπεινού και φιλόξενου μοναστηριού. Η πρόσβαση στην Ι.Μ γίνεται οδικός, είτε από το Ηράκλειο (επαρχ. δρόμος Ηρακλείου – Μοιρών - Πετροκεφάλι), είτε από τα Χανιά και το Ρέθυμνο (επαρχ. δρόμος προς το Σπίλι - Αγία Γαλήνη – Τυμπάκι - Φαιστός), με κατεύθυνση το χωριό Σίβας. Φθάνοντας στο χωριό, οι ενημερωτικές πινακίδες καθοδηγούν τον επισκέπτη μέχρι την Ι.Μ Οδηγήτριας.