Αλεξανδρούπολη

Translate English Version

Αλεξανδρούπολη

Η Αλεξανδρούπολη είναι πόλη της Θράκης και πρωτεύουσα του Νομού Έβρου. Έχει 57.812 κατοίκους και είναι η μεγαλύτερη, σε έκταση και πληθυσμό πόλη της Θράκης και της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Αποτελεί σημαντικό λιμάνι και εμπορικό κέντρο της βορειοανατολικής Ελλάδας, κατέχοντας στρατηγική γεωγραφική θέση σύνδεσης με την Ευρώπη με την Ασία.
 
Η Αλεξανδρούπολη είναι μία από τις νεότερες πόλεις στην Ελλάδα, δεδομένου ότι ιδρύθηκε ως ένα απλό ψαροχώρι στα μέσα του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, στα αρχαία  χρόνια στη θέση της υπήρχε η αρχαία πόλη Σάλη που ιδρύθηκε από αποίκους από το νησί της Σαμοθράκης και αποτελούσε μέρος της τότε Σαμοθρακικής Περαίας, κάνοντας την γνωστή ως Δεδέαγατς. Η συγκεκριμένη ονομασία στα τουρκικά σημαίνει δέντρο του παππού και βασιζόταν σε τοπική παράδοση σχετικά με ένα σοφό δερβίση, που πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη σκιά ενός τοπικού δέντρου και, τελικά, τάφηκε δίπλα σε αυτό. Μια άλλη εκδοχή είναι ότι πήρε το όνομα της από τις βελανιδιές που σκίαζαν την παραλία.
 
Από τις πρώτες ημέρες της απελευθέρωσης της πόλης (14 Μαΐου 1920) οι αρμόδιες τοπικές Αρχές καθώς και η Ιερά Μητρόπολη, ζητώντας τη γνώμη και του ιατρού Αχιλλέα Σαμοθράκη, που ως μελετητής της ιστορίας της Αρχαίας Θράκης οριζόταν πάντοτε ως πρόεδρος των εκάστοτε Επιτροπών Τοπωνυμιών, έλαβαν την απόφαση να μετονομάσουν την πόλη από Δεδέαγατς σε Νεάπολη, καθώς αποτελούσε ως τότε την νεότερη Ελληνική πόλη. Το 1920 όμως, ο βασιλιάς της Ελλάδας, Αλέξανδρος Α΄, επισκέφθηκε την πόλη και οι τοπικές αρχές αποφάσισαν να μετονομάσουν την πόλη σε Αλεξανδρούπολη, προς τιμήν του.
 
Η ζώνη της Αλεξανδρούπολης, όπως και όλη η έκταση από το Δέλτα του Έβρου μέχρι τη Βιστωνίδα λίμνη και τους πρόποδες της Ροδόπης, κατοικούνταν από τους Κίκονες. Οι Κίκονες ήταν ο θρακικός λαός, με τον οποίο συγκρούστηκε σύμφωνα με την μυθολογία ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του στην επιστροφή από την Τροία.
 
Ένα από τα πιο όμορφα αξιοθέατα και σύμβολο της πόλης είναι ο Φάρος (αναγνωρίστηκε ως μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς με την απόφαση στο ΦΕΚ 322/12-9-2013) που βρίσκεται στην παραλιακή οδό της πόλης, Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατασκευάστηκε το 1850 και άρχισε να λειτουργεί το 1880, χτισμένος στη δυτική πλευρά του λιμανιού της πόλης, για τη διευκόλυνση της ακτοπλοΐας των ντόπιων ναυτικών που ταξίδευαν στην περιοχή του Ελλησπόντου. Άλλα αξιόλογα αξιοθέατα είναι το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης, το Ιστορικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου και άλλα.
 
Οι παραθαλάσσιοι οικισμοί του Δήμου Αλεξανδρούπολης, η Μάκρη, η Μεσημβρία με τον Αρχαιολογικό της χώρο, τα Δίκελλα, αλλά και οι ορεινοί οικισμοί, ο Πόταμος, ο Άβαντας, η Αισύμη, η Λεπτοκαριά, η Κίρκη, η Συκκοράχη, προσφέρουν στους επισκέπτες τους διαδρομές μοναδικής, φυσικής ομορφιάς. Επιπλέον, η Αλεξανδρούπολη βρίσκεται πολύ κοντά στα σημαντικά από οικολογική άποψη μέρη της Δαδιάς, του Δέλτα, του ποταμού Έβρου και των ιαματικών λουτρών Τραϊανούπολης.
 
Η Αλεξανδρούπολη είναι μια πόλη σύγχρονη με προσεγμένο ρυμοτομικό σχέδιο και αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς. Αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους συγκοινωνιακούς κόμβους, καθώς προσεγγίζεται με όλα τα μέσα, αεροπορικώς, σιδηροδρομικώς, οδικώς και ακτοπλοϊκώς. Αξιοσημείωτα έργα υποδομής είναι το σύγχρονο - διεθνές λιμάνι, η Εγνατία οδός καθώς και η σιδηροδρομική σύνδεση με σημαντικές πόλεις που την καθιστούν εμπορικό κόμβο και δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την περαιτέρω ανάπτυξή της στο μέλλον. Επίσης, λειτουργούν ποδηλατόδρομοι στο κέντρο της πόλης.
 
Η Εγνατία Οδός είναι ο μεγαλύτερος κύριος δρόμος που περνά από την Αλεξανδρούπολη. Συνδέει την πόλη με την Ηγουμενίτσα, τα Ιωάννινα, την Θεσσαλονίκη και την Καβάλα προς τα δυτικά και τους Κήπους Έβρου προς τα ανατολικά. Υπάρχουν επίσης και δρομολόγια των υπεραστικών λεωφορείων ΚΤΕΛ που συνδέουν την Αλεξανδρούπολη με τις πόλεις της Κομοτηνής, Ξάνθης, Καβάλας και Θεσσαλονίκης. Υπάρχουν επίσης ορισμένα δρομολόγια υπεραστικών λεωφορείων που συνδέουν απευθείας την Αλεξανδρούπολη με την Αθήνα. Συχνή καθημερινή σύνδεση υπάρχει με τις υπόλοιπες περιοχές του Νομού Έβρου (Φέρες, Σουφλί, Διδυμότειχο, Ορεστιάδα κ.α.).
 
Ο σιδηροδρομικός σταθμός Αλεξανδρούπολης έχει τρένα που συνδέουν την πόλη με τη Θεσσαλονίκη, διερχόμενα από Κομοτηνή, Ξάνθη, Δράμα, Σέρρες και Κιλκίς. Δρομολόγια υπάρχουν και με τις περιοχές του Βόρειου Έβρου, προς τις Φέρες, το Σουφλί, το Διδυμότειχο, την Ορεστιάδα και τα Δίκαια. Το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης διαθέτει ακτοπλοϊκά δρομολόγια από και προς τη Σαμοθράκη.
 
Η Αλεξανδρούπολη έχει διεθνές αεροδρόμιο (Διεθνές Αεροδρόμιο Δημόκριτος), το οποίο απέχει 6,3 χλμ. από το κέντρο της πόλης στην περιοχή του Απαλού. Εκτελούνται καθημερινές πτήσεις από και προς την Αθήνα. Ορισμένες μέρες της εβδομάδας υπάρχουν πτήσεις από και προς την Κρήτη (αεροδρόμιο Σητείας). Το αεροδρόμιο συνδέεται με την πόλη με λεωφορεία του αστικού ΚΤΕΛ και με ταξί.
 
Ιστορία
 
Στο νοτιοανατολικό άκρο της Δυτικής Θράκης παρουσιάζεται ανθρώπινη κατοίκηση από τα νεολιθικά χρόνια (4500-3000 π.Χ.). Στην Εποχή του Χαλκού (3000-1050 π.Χ.) δεν υπάρχουν έντονες ενδείξεις ενεργής συμμετοχής της πόλης. Κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1050-650 π.Χ.) εμφανίζονται τα διάφορα θρακικά φύλα και εγκαθίστανται σε ορεινά και σπανιότερα σε πεδινά σημεία. Στη βυζαντινή περίοδο η Αλεξανδρούπολη παίζει πρωτεύοντα ρόλο, αφού συνορεύει με την Κωνσταντινούπολη και για αυτό φυλάσσεται από ισχυρές στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Τα επόμενα χρόνια όμως, έως και τον 19ο αιώνα η πόλη φαίνεται να ερημώνεται και να καλύπτεται από δάση και αγριόδεντρα.
 
Η Αλεξανδρούπολη κατά τον 19ο αιώνα ήταν ένα μικρό ψαροχώρι με το όνομα Δεδέαγατς. Η ανάπτυξη του οικισμού ανάγεται στον 19ο αιώνα, όταν η περιοχή ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γνώρισε ανάπτυξη κατά τη διάρκεια κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με τις μεγάλες πόλεις της Μακεδονίας από το Πύθιο. Το συγκεκριμένο έργο αποτελούσε μέρος μιας προσπάθειας εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ανατέθηκε σε μηχανικούς από την Αυστροουγγαρία. Έτσι, φτάνουν στην πόλη Έλληνες, Αρμένιοι, Τούρκοι, Φραγκολεβαντίνοι, Εβραίοι, Βούλγαροι έμποροι, τεχνίτες, ναυτικοί και δημιουργείται ένας οικισμός που σύντομα εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο χωριό γνωστό ως Δεδέαγατς. Άρχισαν να μαζεύονται όλα τα εμπορεύματα της Θράκης στο λιμάνι της πόλης, για να προωθηθούν σε άλλες γειτονικές αγορές (μέχρι το 1912 στην πόλη υπήρχαν οκτώ προξενεία).
 
Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-1878, οι ρωσικές δυνάμεις κατέλαβαν το Δεδέαγατς και εγκαταστάθηκαν σε αυτό. Οι επικεφαλής αξιωματικοί σχεδίασαν το ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης που βασίζονταν σε φαρδείς, παράλληλους δρόμους αποφεύγοντας τις αδιεξόδους, ώστε να διευκολύνεται η γρήγορη μετακίνηση στρατευμάτων. Το σχέδιο αυτό έρχονταν σε αντίθεση με χαρακτηριστικά Οθωμανικών πόλεων της περιόδου εκείνης όπως: στενά δαιδαλώδη σοκάκια, καλντερίμια και αδιεξόδους. Με το τέλος του πολέμου η πόλη βρέθηκε αρχικά στα χέρια των Βουλγάρων με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου κι έπειτα από 3 μήνες με νέα συνθήκη επέστρεψε στην κατοχή των Οθωμανών, αλλά η σύντομη παρουσία των Ρώσων είχε σημαντική συμβολή. Ορισμένοι Ρώσοι στρατιώτες πέθαναν στην πόλη το 1878 από επιδημία τύφου. Προς τιμήν των Ρώσων στρατιωτών ανεγέρθηκε μνημείο στον προαύλιο χώρο του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Νικολάου. Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν την 28η Οκτωβρίου 2011 μετά από την κοινή παρέλαση Ελλήνων και Ρώσων στρατιωτών.
 
Το κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού στο Δεδέαγατς οδήγησε στην ανάπτυξη του χωριού σε μια πόλη, καθώς και σε ένα μικρό εμπορικό κέντρο μέχρι το τέλος του αιώνα. Η πόλη έγινε η έδρα του πασά ως πρωτεύουσα του σαντζακίου. Ο Οθωμανικός έλεγχος της πόλης διήρκεσε μέχρι και τους Βαλκανικούς πολέμους. Στις 8 Νοεμβρίου του 1912, το Δεδέαγατς και ο σταθμός του καταλήφθηκαν από τις βουλγαρικές δυνάμεις με τη συνδρομή του Πολεμικού Ναυτικού. Η Βουλγαρία και η Ελλάδα ήταν σύμμαχοι κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου, αλλά αντίπαλοι στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο. Το Δεδέαγατς κατελήφθη αυτή τη φορά από τις ελληνικές δυνάμεις στις 11 Ιουλίου 1913. Ωστόσο, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου του 1913), το Δεδέαγατς ξαναπέρασε στα χέρια της Βουλγαρίας μαζί με την υπόλοιπη Δυτική Θράκη. Οι Βούλγαροι προέβησαν σε καταστροφές μνημείων και αρχείων στην πόλη, με συνέπεια αυτή να ερημωθεί.
 
Η ήττα της Βουλγαρίας από τις συμμαχικές δυνάμεις στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) εξασφάλισε μια αλλαγή χεριών για την πόλη. Μετά το τέλος του Α' Παγκόσμιου πολέμου υπογράφτηκε η Συνθήκη του Νεϊγύ σύμφωνα με την οποία η Βουλγαρία ως μεγάλη ηττημένη παραιτήθηκε όλων των κυριαρχικών της δικαιωμάτων επί της μεσημβρινής δυτικής Θράκης. Το Δεδέαγατς κυβερνήθηκε προσωρινά από μια Διασυμμαχική Διοίκηση, με κυβερνητικό αντιπρόσωπο τον Χαρίσιο Βαμβακά, στενό συνεργάτη του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος κατόρθωσε να ενσωματώσει την περιοχή στον Ελληνικό διοικητικό οργανισμό πριν ακόμη επιδικαστεί στην Ελλάδα. Κατά την 14η Μαΐου 1920 η 9η Μεραρχία Σερρών, με διοικητή τον Στρατηγό Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη κατέλαβε τις διαβάσεις προς τη Βουλγαρία και συγκεντρώθηκε στη Γκιουμουλτζίνα (Κομοτηνή). Ακολούθησε η υποστολή της γαλλικής σημαίας και η έπαρση της ελληνικής από τον Κων/νο Μαζαράκη - Αινιάν. Ο αστυνομικός διευθυντής Κ. Δανιήλ παρέδωσε την πόλη. Με την Συνθήκη των Σεβρών εκτός των άλλων η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέδωσε την κυριαρχία της Θράκης στην Ελλάδα.
 
Μετά την ήττα της Ελλάδας στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο (1919-1922), ο Ελληνικός Στρατός υπό τον στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο υποχώρησε από την Ανατολική Θράκη στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης. Η Βουλγαρία εκμεταλλεύτηκε την ήττα των Ελλήνων για να απαιτήσει είτε την επιστροφή της Αλεξανδρούπολης υπό τον έλεγχό της ή την κήρυξη της σε ουδέτερη ζώνη υπό διεθνή έλεγχο. Και τα δύο αιτήματα απορρίφθηκαν από την ελληνική ηγεσία και την Κοινωνία των Εθνών. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η Αλεξανδρούπολη προσφέρει στέγη στους διωγμένους Μικρασιάτες πρόσφυγες.
 
Η Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου του 1923) επιβεβαίωσε ότι η Δυτική Θράκη και η Αλεξανδρούπολη θα συνεχίσουν να βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Ελλάδας, υποχρεώνοντας όμως την άνευ όρων παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης στους Τούρκους. Μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης το 1923 και την ανταλλαγή πληθυσμών καταφεύγουν στην περιοχή πολλοί πρόσφυγες από τη Βόρεια Θράκη (Ανατολική Ρωμυλία), την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Μετά την εγκατάσταση των προσφύγων αρχίζει μία πνευματική αναγέννηση, με ηγετικές φυσιογνωμίες τον παιδαγωγό Θεόδωρο Κάστανο, τον διδάσκαλο Αθανάσιο Σπανό και τον ιατροφιλόσοφο και ιστοριοδίφη Αχιλλέα Σαμοθράκη.
 
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αλεξανδρούπολη παρέμεινε για 3 χρόνια υπό βουλγαρική κατοχή (1941-1944). Η πόλη υπέστη κάποιες καταστροφές κατά τη διάρκεια του πολέμου αλλά σε μεγάλο βαθμό γλύτωσε τις επιπτώσεις του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949). Η επιστροφή της ειρήνης επέτρεψε στην Αλεξανδρούπολη να αυξηθεί από μια πόλη των 16.332 κατοίκων το 1951, σε μια πόλη των 57.812 κατοίκων, μέχρι το 2011.
 
Η Αλεξανδρούπολη ακολουθεί πλέον ταχείς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης με μοχλούς την Εγνατία Οδό, το αεροδρόμιο, το λιμάνι και το σιδηροδρομικό σταθμό. Αποτελεί μάλιστα σημαντικό κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου. Η Αλεξανδρούπολη υπερβαίνει τους 70.000 κατοίκους και προσφέρει σήμερα υψηλή ποιότητα ζωής με περιβαλλοντική ισορροπία και έντονη πολιτιστική δραστηριότητα, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

 



Δείτε