Ύδρα (Χώρα)
Η Ύδρα είναι το διασημότερο νησί του Αργοσαρωνικού Κόλπου, είναι γραφικό, αρχοντικό και κοσμοπολίτικο, βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τις νοτιοανατολικές ακτές της Αργολίδας και απέχει 35 ναυτικά μίλια από το λιμανάκι της Ζέας. Η ομώνυμη πόλη είναι το λιμάνι και ο μοναδικός οικισμός του νησιού, ο οποίος έχει ανακηρυχθεί διατηρητέος, για το λόγο αυτό απαγορεύονται τα τροχοφόρα και η μετακίνηση γίνεται μόνο με γαιδουράκια. Οι κάτοικοι του νησιού λόγω του άγονου εδάφους, ασχολούνται κυρίως με την ναυτιλία, την αλιεία και τον τουρισμό. Η Ύδρα οφείλει το όνομά της στα άφθονα νερά, που ανάβλυζαν από τις πλούσιες πηγές που είχε κατά την αρχαιότητα.
Η Πόλη της Ύδρας είναι χτισμένη αμφιθεατρικά στο μέσον περίπου της βόρειας ακτής του νησιού, στο μυχό ενός κλειστού όρμου που περιβάλλεται από γυμνά και βραχώδη βουνά. Tα επιβλητικά σπίτια και τα καλοδιατηρημένα αρχοντικά, κτισμένα αμφιθεατρικά κάτω από τα γυμνά βράχια μαζί με τα τουριστικά καταστήματα και κοσμηματοπωλεία, τα εστιατόρια και τα καφέ, τις βάρκες, τα θαλάσσια ταξί και τα μεγάλα γιοτ συνθέτουν την εικόνα του λιμανιού της Ύδρας. O παραλιακός δρόμος, η Παύλου Kουντουριώτη, εκτείνεται από το άγαλμα του Mιαούλη μέχρι την περιοχή Πέταλο. H λιθόστρωσή του ολοκληρώθηκε το 1912 και σε αυτόν καταλήγουν όλα τα κάθετα σοκάκια, λιθόστρωτα και αυτά, που ξεκινούν από ψηλά και καταλήγουν στη θάλασσα.
Δεξιά και αριστερά, στην είσοδο του λιμανιού της Ύδρας, βρίσκονται οι Προμαχώνες με τα κανόνια, που προστάτευαν την Ύδρα εν καιρώ πολέμου και από τους πειρατές. Στην αριστερή πλευρά του λιμανιού, πάνω από τον αριστερό Προμαχώνα, δεσπόζει από το 1993, το άγαλμα του Ναύαρχου Ανδρέα Μιαούλη, στη βάση του οποίου είναι θαμμένα τα οστά του, που ήρθαν στην Ύδρα το 1985. Στην προκυμαία, κάτω από τον Προμαχώνα, βρίσκονται οι σκουριασμένες αλυσίδες που έκλειναν για προστασία, παλιά την είσοδο του λιμανιού. Ο δρόμος που περνά κάτω από το άγαλμα οδηγεί ανατολικά στο Μαντράκι, που ήταν το πολεμικό λιμάνι του νησιού στα χρόνια της Επανάστασης.
Δυτικά από το άγαλμα του Ανδρέα Μιαούλη, στην αρχή της παραλίας του λιμανιού, βρίσκεται το Λιμεναρχείο και το KEΠ που στεγάζονται στην παλιά πετρόχτιστη μπαρουταποθήκη, ενώ λίγο πιο πέρα η αίθουσα τέχνης και συναυλιών Mελίνα Mερκούρη. Δίπλα στο Λιμεναρχείο βρίσκεται το μαρμάρινο κτίριο που στεγάζεται το Ιστορικό Αρχείο - Μουσείο και ακολουθεί το σπίτι της οικογένειας Τσαμαδού, όπου στεγάζεται η φημισμένη Σχολή των Εμποροπλοιάρχων. Στο σημείο του λιμανιού που βρίσκεται απέναντι από τον κυματοθραύστη χτυπάει η καρδιά της πόλης. Εδώ υπάρχουν τράπεζες, δημόσιες υπηρεσίες, καταστήματα με είδη λαΊκής τέχνης, κοσμηματοπωλεία, εστιατόρια, μπαρ και καφέ.
Στο κέντρο του λιμανιού βρίσκεται και ο Καθεδρικός Ναός της Ύδρας, που χτίστηκε το 1648 και ανακατασκευάστηκε το 1774. Μια τρίκλιτη βασιλική με τρούλο και δύο μαρμάρινα καμπαναριά, που στο εσωτερικό της έχει δύο ασημένιους πολυελαίους και έναν χρυσό εξάφωτο που έχει επάνω του τις κεφαλές των Λουδοβίκων της Γαλλίας. Παλαιότερα ο Ναός λειτουργούσε ως Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Σήμερα μέσα στην αυλή του Ναού υπάρχουν οι προτομές του Λάζαρου Kουντουριώτη και του Aνδρέα Mιαούλη καθώς και ο τάφος του Λάζαρου Kουντουριώτη. Σε κάποια από τα κτήρια της Μονής στεγάζεται το Δημαρχείο, ενώ στα παλιά κελιά το Εκκλησιαστικό και Βυζαντινό Μουσείο. Μπροστά από τη Μονή βρίσκεται η Πλατεία Παύλου Κουντουριώτη, με το άγαλμα του Έλληνα πολιτικού να δεσπόζει στο κέντρο της.
Πιο πέρα ένα ανηφορικό δρομάκι στα αριστερά μας οδηγεί στο Αρχοντικό του Τομπάζη, που σήμερα στεγάζεται η Σχολή Καλών Τεχνών. Δεξιότερα της Μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αρχίζει ένας στενός, πλακόστρωτος και γραφικός ανηφορικός δρόμος ο οποίος οδηγεί στην παλιά πόλη, την Κιάφα. Ο δρόμος δεξιά περνά από το Γηροκομείο και στη συνέχεια οδηγεί στο Καμίνι. Λίγο πιο κάτω, προχωρώντας συναντάμε το Αρχοντικό του Λάζαρου Κουντουριώτη, που χτίστηκε στα τέλη του 18ου αιώνα και λειτουργεί σήμερα ως παράρτημα του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. Συνεχίζοντας ο δρόμος, μετά τον κυματοθραύστη ανηφορίζει πλάι στη βραχώδη ακτή και φθάνει στο Περίπτερο, το δυτικό Προμαχώνα του λιμανιού και μία από τις ωραιότερες τοποθεσίες της Ύδρας. Κάτω από το Περίπτερο υπάρχει η βραχώδη ακτή της Σπηλιάς. Πάνω από το κανονιοστάσιο, στα αριστερά υπάρχει ένα μικρό πευκοδάσος με το Αρχοντικό του Γεωργίου Κουντουριώτη να υψώνεται ανάμεσα στα πεύκα, και στην κορυφή του λόφου στέκουν σε παράταξη οι ερειπωμένοι Ανεμόμυλοι. Ο δρόμος συνεχίζει, φθάνει στο Αυλάκι, μια γραφική παραλία κάτω από την απότομη πλαγιά του βουνού, για να καταλήξει στα γραφικά Καμίνια.
Η Ύδρα έχει σημαντική ναυτική ιστορία και παράδοση. Κατά τον αγώνα της επανάστασης του 1821 η Ύδρα μαζί με τις Σπέτσες και τα Ψαρά έπαιξαν σημαντικό ρόλο, λόγω της μεγάλης ναυτικής δύναμης που διέθεταν. Στην Επανάσταση του 1821 η Ύδρα διέθετε 186 πλοία. Μεγάλοι πλοιοκτήτες, ναυμάχοι του 1821 και πολιτικοί κατάγονται από το νησί. Ανάμεσά τους οι Ανδρέας Μιαούλης, Κουντουριώτης, Κριεζής, Τσαμαδός, Σαχίνης, Τομπάζης και Σαχτούρης. Αυτή η ναυτική παράδοση συνεχίζεται μέχρι σήμερα απο τους πλοιάρχους και ναυτικούς της, έναν μικρό τοπικό αλιευτικό και επιβατηγό στόλο και την Ακαδημία Εμπορικού ναυτικού, που άρχισε να λειτουργεί αμέσως μετά την επανάσταση του 1821 και είναι η αρχαιότερη εν λειτουργία σχολή εμποροπλοιάρχων της ανατολικής Μεσογείου. Η σημαντικότερη γιορτή σήμερα στην Ύδρα είναι τα Μιαούλεια, τα οποία είναι εκδηλώσεις, αφιερωμένες στη δράση του Ναύαρχου Μιαούλη και όλων των ναυμάχων και πυρπολητών και πραγματοποιούνται κάθε χρόνο, προς το τέλος του Ιουνίου.
Η Ύδρα συνδέεται ακτοπλοϊκώς, όλο το έτος, με τα υπόλοιπα νησιά του Αργοσαρωνικού, καθώς και με τα Μέθανα, την Ερμιόνη, το Πόρτο Χέλι, το Ναύπλιο, τον Tυρό. Δεν διαθέτει αεροδρόμιο ούτε ελικοδρόμιο, όμως υπάρχει κοντά στην πόλη της Ύδρας μία επίπεδη περιοχή την οποία τα ελικόπτερα χρησιμοποιούν σαν χώρο απογείωσης και προσγείωσης.
Ιστορία
Η Ύδρα σύμφωνα με νεότερες αρχαιολογικές έρευνες, έχει κατοικηθεί από τη Νεολιθική εποχή. Δρύοπες, Μυκηναίοι, Κάρες, Σάμιοι, Αθηναίοι πρόσφυγες της εποχής των περσικών πολέμων, εποίκησαν και κατοίκησαν την Ύδρα. Η ακμή του νησιού συνέπεσε με την Πρωτοελλαδική και την Μυκηναϊκή εποχή. Το νησί ήταν εμπορικό - ναυτικό κέντρο, ανάμεσα στην Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου. Η περιοχή της Επισκοπής, του Αγίου Γεωργίου - Αγίου Νικολάου Μπίστη, το Μπαλί, η ακρόπολη του Βλυχού και η περιοχή της Ζωοδόχου Πηγής της Ζούρβας, ήταν σημαντικοί οικισμοί εκείνης της εποχής, ενώ την Κλασσική εποχή η Ύδρα ήταν στη δικαιοδοσία της Ερμιόνης. Από αυτούς, την αγόρασαν Σάμιοι πολιτικοί εξόριστοι που οχύρωσαν την ακρόπολη του Βλυχού. Οι Σάμιοι, αφού ήρθαν σε σύγκρουση και μετά από ήττα με τους Αιγινήτες, πούλησαν την Ύδρα στους Τροιζήνιους. Την ρωμαίικη και κατόπιν την βυζαντινή περίοδο το νησί κατοικείται ανελλιπώς.
Γύρω στο 1460 αρχίζει η σημαντική ανάπτυξη της Ύδρας με την εγκατάσταση Αρβανιτών φυγάδων που εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο εξαιτίας της κατάκτησής της από τα οθωμανικά στρατεύματα του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή. Τότε είναι που ξεκινά να χτίζεται και η σημερινή πόλη της Ύδρας και συγκεκριμένα γύρω από τον λόφο του Κιάφα για λόγους ασφαλείας από πειρατικές επιδρομές. Τους επόμενους αιώνες παρατηρήθηκαν νέες εγκαταστάσεις πολυάριθμων οικογενειών στο νησί. Μεταξύ αυτών οι οικογένειες Λαζάρου (μετέπειτα Κοκκίνη) και Ζέρβα (μετέπειτα Κουντουριώτη) από την Ήπειρο, οι Μπαρού ή Ραφαλιά, Νέγκα και Γκούμα από την Κύθνο, Κριεζή και Βώκου (μετέπειτα Μιαούλη) από την Εύβοια, Γιακουμάκη (κατόπιν Τομπάζη) και Χονδροδημήτρη ή Παπαμανώλη από τη Μικρά Ασία και Λιγνού από την Κρήτη. Ως συνέπεια του Ζ΄ Βενετοτουρκικού Πολέμου εγκαταστάθηκαν στην Ύδρα νέοι κάτοικοι προερχόμενοι από την Πελοπόννησο, η οποία πέρασε εκ νέου στα χέρια των Οθωμανών. Διοικητικά, κοινοτικοί άρχοντες της Ύδρας ήταν αρχικά οι εκάστοτε δύο ιερείς του νησιού. Κατά το 1667 εγκαινιάστηκε η συμμετοχή τριών ακόμη μελών (ένας με καθήκοντα γραμματέα και δύο ως επίτροποι). Με την πάροδο των ετών οι επίτροποι αντικαταστάθηκαν από ισάριθμους δημογέροντες, ενώ μετά το 1770 η εξουσία πέρασε σχεδόν ολοκληρωτικά στους ισχυρούς πλοιοκτήτες.
Η Επανάσταση βρίσκει την Ύδρα κάτοχο αμύθητου πλούτου από χρυσά νομίσματα της εποχής, αποτέλεσμα κυρίως της επιτυχημένης εμπλοκής της στο εμπόριο σίτου κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους. Το εμπόριο μετά το 1810 είχε κάμψη αλλά ο στόλος της αριθμούσε 186 μικρά και μεγάλα πλοία συνολικής χωρητικότητας 27.736 τόνων δηλαδή ήταν διπλάσιος από αυτόν των Σπετσών που διέθεταν ως δύναμη 64 πλοία συνολικά 15.907 τόνων. Τα Ψαρά διέθεταν 35 - 40 πλοία και η Κάσος 15. Τα πληρώματα είχαν αποκτήσει και πολεμική εμπειρία λόγω των συγκρούσεων με πειρατές της Αλγερίας. Τουλάχιστον από το 1820 οι προεστοί είχαν μυηθεί από τη Φιλική Εταιρεία στο μυστικό της Επανάστασης.
Σε συνάντηση μελών της Φιλικής Εταιρείας με τον Παπαφλέσσα κατά τα τέλη του 1820 στην Ύδρα, διαπιστώθηκε η ύπαρξη δύο τάσεων στις τάξεις των ντόπιων Φιλικών: από τη μια πλευρά υπήρχε η παράταξη εκείνων των Φιλικών με κύριους εκφραστές τον Αντώνη Οικονόμου και τον Γκίκα που δήλωναν έτοιμοι για την εξέγερση και από την άλλη η συντηρητική παράταξη των ισχυρών προεστών του νησιού (Κουντουριώτηδες) που αντιμετώπιζαν με καχυποψία τις ενθουσιώδεις διακηρύξεις του Παπαφλέσσα και προβληματίζονταν από την ισχύ του οθωμανικού στόλου.
Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση στην Πελοπόννησο, οι Υδραίοι ενημερώθηκαν με αλληλογραφία από τους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς. Με επιστολή της 24 Μαρτίου 1821 οι προύχοντες της Πελοποννήσου ενημερώνουν τους Υδραίους και Σπετσιώτες ότι η Επανάσταση άρχισε νωρίτερα γιατί το μυστικό είχε προδοθεί από "τουρκολάτρες", και ζητούν τη βοήθειά τους για ναυτικό αποκλεισμό του εχθρού. Κατά την επικρατούσα άποψη οι Υδραίοι φάνηκαν διστακτικοί στο να εξεγερθούν ταυτόχρονα με την έκρηξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, ενθυμούμενοι τις καταστροφές που είχαν πάθει κατά την προηγούμενη αποτυχημένη εξέγερση του 1770 και λαμβάνοντας υπόψη την στρατιωτική υπεροχή του εχθρού. Τελικώς κήρυξαν την επανάσταση στις 14 Απριλίου με εκκλησιαστική πομπή. Την 15 Απριλίου, αφού έγιναν οι απαραίτητες προετοιμασίες, κηρύχθηκε επισήμως η Επανάσταση από όλους. Την 14η Απριλίου οι προεστοί τύπωσαν ειδικό συνοδευτικό έγγραφο για τα πλοία που απέπλεαν από το νησί για καταδρομικές επιχειρήσεις. Το έντυπο αυτό, στην ελληνική και ιταλική, αποτελούσε και γραπτή επαναστατική διακήρυξη που έφερε τον τίτλο "Διαβατήριον των Ελληνικών Μαχομένων Πλοίων". Είχε κενό το όνομα του καπετάνιου, του πλοίου, τον αριθμό των κανονιών και την ημερομηνία, τα οποία συμπληρώνονταν κατά περίπτωση.
Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τα υδραίικα πληρώματα αποκαλούνταν "Σουλουτζαλήδες", έναντι των Σπετσιώτικων που αποκαλούνταν "Τζαμουτζαλήδες", που όμως ήταν λίαν περιζήτητα ακόμη και από τους Οθωμανούς στολάρχους, όπως και από τον Καρά - Αλή. Υδραίοι, όπως και άλλοι νησιώτες, ναυτολογούνταν με τη βία στον οθωμανικό στόλο. Ο Τσαμαδός αναφέρει περιστατικό κατά τον Σεπτέμβριο του 1822, όπου η τουρκική ναυαρχίδα είχε προσαράξει σε νησίδα της Αργολίδας. Υδραίοι ναύτες που υπηρετούσαν σ' αυτή με τη βία, κατάφεραν να ξεκολλήσουν το πλοίο και ως ανταμοιβή αφέθηκαν ελεύθεροι.
Περί το τέλος της δεκαετίας του '50 η διάσημη ηθοποιός Σοφία Λόρεν, ανταποκρινόμενη σε αίτημα της τότε Βασίλισσας Φρειδερίκης, "γύρισε" στην Ύδρα την γνωστή κινηματογραφική επιτυχία "Το παιδί και το δελφίνι", τα γυρίσματα της οποίας παρακολούθησε η ίδια η Βασίλισσα. Ήταν ακριβώς η απαρχή της μεταφοράς του τουριστικού ενδιαφέροντος (ανάπτυξης) από το Λουτράκι στα νησιά του Αργοσαρωνικού, υποβοηθούμενη από την έβδομη τέχνη.