Λίμνη Δοϊράνη
Η Λίμνη Δοϊράνη είναι διασυνοριακή μεταξύ Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας. Ονομάζεται και λίμνη Δοβήρου, από τους Δόβηρες, ένα αρχαίο Παιονικό φύλο, που ζούσε στην περιοχή. Η συνολική της επιφάνεια υπολογίζεται σε 43,1 τετραγωνικά χιλιόμετρα εκ των οποίων τα 27,3 χλμ² της δυτικής έκτασης ανήκουν στη Βόρεια Μακεδονία και τα 15,8 χλμ² της ανατολικής, στην Ελλάδα. Είναι ιχθυοτρόφος λίμνη και σπουδαίος υγροβιότοπος. Η ιχθυοπαραγωγή όμως έχει τα τελευταία χρόνια μειωθεί σημαντικά, λόγω της ληστρικής αλιείας και αποτελεί έντονο σημείο διαμάχης ανάμεσα στους Έλληνες ψαράδες και τους ψαράδες της Βόρειας Μακεδονίας. Η Δοϊράνη αποτελεί κατάλοιπο της αρχαίας λίμνης Παιονίας που καταλάμβανε πολύ μεγαλύτερη έκταση και βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της ομώνυμης κοιλάδας, που σχηματίζεται στους νότιους πρόποδες του όρους Μπέλλες. Στα δυτικά βρίσκεται η πόλη Δοϊράνη, στα ανατολικά το χωριό Μουριές και στα βόρεια το όρος Μπέλλες.
Στη χλωρίδα της λίμνης περιλαμβάνονται μυριόφυλλα, ποταμογείτονες, αγριοκάλαμα και ψαθιά. Στις όχθες της συναντάμε πυκνή βλάστηση από βούρλα και θίνες. Περιβάλλεται από παρόχθια δάση, αποτελούμενα από λευκές ιτιές και πλατάνια. Χαρακτηριστικά είναι τα αναρριχητικά φυτά που αναπτύσσονται στα δέντρα. Στη Δοϊράνη αναπτύσσεται ένας πολύ σημαντικός υγροβιότοπος που έχει περιληφθεί στις Ζώνες Ειδικής Προστασίας, καθώς δίνει προσωρινό καταφύγιο σε 36 σπάνια είδη πουλιών, μεταξύ των οποίων η λαγγόνα και ο αργυροπελεκάνος. Επίσης, στα πουλιά που απαντώνται στη λίμνη, είναι ο λευκοτσικνιάς, ο κρυπτοτσικνιάς, ο αργυροτσικνιάς, ο σταχτοτσικνιάς, η χαλκόκοτα, το μπεκατσίνι και η αβοκέτα. Εντυπωσιακή είναι η παρουσία των κορμοράνων που κολυμπούν στη λίμνη, φωλιάζουν στα δένδρα της περιοχής και πετούν σε σχηματισμούς, προσφέροντας ένα θέαμα μοναδικό. Αρπακτικά πουλιά, όπως ο καλαμόκιρκος, ο βαλτόκιρκος, το διπλοσάινο, το τσιχλογέρακο, το δενδρογέρακο και η γερακίνα είναι, επίσης, συχνοί επισκέπτες της λίμνης, όπου αναζητούν τη λεία τους. Τα ψάρια που ζουν στα νερά της Δοϊράνης είναι το γριβάδι, ο γουλιανός, η πλατίτσα, το περκί, η τούρνα, η κοκκινοφτέρα, το γλήνι και το σίρκο. Έχουν αναφερθεί και σπανιότερα είδη, όπως το χέλι, το τυλινάρι, ο γουρουνομύτης, η μουρμουρίτσα, η βιργιάνα, η πεταλούδα, το κουνουπόψαρο, η χρυσοβελονίτσα, η φεροβελονίτσα, το γυφτόψαρο κ.ά.
Στον υγροβιότοπο της Δοϊράνης διαβιούν και πολλά υδρόβια έντομα, όπως η λιβελούλα και το μαλάκιο Dreissenia polymorpha. Οι κύριες χρήσεις γης στην περιοχή γύρω από τη λίμνη είναι γεωργικές και κτηνοτροφικές ενώ στην ορεινή ζώνη ασκείται δασοπονία. Στην ελληνική πλευρά της λίμνης, 4 περίπου χιλιόμετρα βόρεια της λίμνης και κοντά στον χωριό Μουριές βρίσκεται το Δάσος των Μουριών. Απλώνεται ανάμεσα σε εκτάσεις με γεωργικές καλλιέργειες και καταλαμβάνει 590 στρέμματα. Δάσος σπάνιο σήμερα, σηματοδοτεί το κατάλοιπο ενός μεγαλύτερου κατά το παρελθόν, αλλουβιακού δάσους, αλλά και έναν ιδιαίτερα σπουδαίο σταθμό κατά τη περίοδο μετανάστευσης των πουλιών. Έχει χαρακτηρισθεί Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης, με την προσωνυμία "Χίλια Δέντρα" και περιλαμβάνεται, στις προτεινόμενες προς ένταξη περιοχές στο Δίκτυο Φύση 2000.
Στη περιοχή γύρω από τη λίμνη διεξήχθη η Μάχη της Δοϊράνης μεταξύ ελληνικών και βουλγαρικών στρατευμάτων το 1913 καθώς και μία δεύτερη μάχη μεταξύ των ελληνικών συμμαχικών και βρετανικών στρατευμάτων με των αντίστοιχων βουλγαρικών, που βρίσκονταν ανατολικά της λίμνης κατά τη διάρκεια του Α’ ΠΠ. Σε ένα λόφο, λίγα μέτρα νότια της λίμνης υπάρχουν δύο νεκροταφεία, για τους Έλληνες και Βρετανούς πεσόντες.