Λίμνη Μαραθώνα
Η τεχνητή λίμνη του Μαραθώνα, σημείο αναφοράς της πόλης εδώ και πολλές δεκαετίες, δημιουργήθηκε το 1931 και χρησιμοποιήθηκε ως κύρια πηγή υδροδότησης της Αθήνας. Σχηματίστηκε από την ανέγερση του Φράγματος του Μαραθώνα, στη συμβολή των χειμάρρων Χαράδρου και Βαρνάβα και αποτέλεσε το κύριο απόθεμα νερού της ελληνικής πρωτεύουσας μέχρι το 1959.
Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της Αθήνας όμως, ανάγκασε τις τότε κυβερνήσεις του ελληνικού κράτους να λειτουργήσουν επιπλέον σύνδεση παροχής με τη λίμνη Υλίκη, ενώ από το 1981 μέχρι σήμερα το περισσότερο νερό που παρέχεται στο λεκανοπέδιο της Αττικής παρέχεται από την τεχνητή λίμνη του Μόρνου.
Η έκταση της λίμνης 2450 στρέμματα και το μέγιστο βάθος της φτάνει τα 54 μέτρα. Η λίμνη συγκεντρώνει νερά από μία περιοχή, που ονομάζεται λεκάνη απορροής, εκτάσεως 118 τετρ. χιλιομέτρων, με μέση απόδοση 14.400.000 "Κυβικό μέτρο" m³ ανά έτος, με μέση ετήσια βροχόπτωση της τάξης των 580 χιλιοστών. Ο μέσος όγκος της λίμνης είναι 12.000.000 m³, ενώ ο μέγιστος όγκος (χωρητικότητα) είναι 41.000.000 m³ (από τα οποία μπορούν να αντληθούν τα 34.000.000).
Η κορυφή του ιστορικού της φράγματος (η κατασκευή του οποίου ξεκίνησε το 1926 και ολοκληρώθηκε το 1929) βρίσκεται σε υψόμετρο 227 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Το φράγμα του Μαραθώνα κατασκευάστηκε από την αμερικανική εταιρία ULEN (η οποία διατήρησε, βάσει του συμβολαίου, την ιδιοκτησία της εταιρείας υδρεύσεως της πρωτεύουσας μέχρι το 1974).
Αξίζει να τονιστεί ότι η λίμνη του Μαραθώνα αποτελούν μαζί με το Εθνικό Πάρκο Σχινιά δύο από τους δέκα εναπομείναντες υγρότοπους της Αττικής, με εξέχουσα σημασία, λόγω της ποικιλότητας των ειδών που φιλοξενούν.
Το Εθνικό Πάρκο Σχοινιά - Μαραθώνα με τον υψηλής σημασίας υγρότοπο, φιλοξενεί την εποχή της μετανάστευσης πολλά σπάνια είδη υδρόβιων και παρυδάτιων πουλιών όπως κύκνους, χήνες, αφρόπαπιες αλλά και βουτόπαπιες. Στο περίφημο πευκοδάσος με τις ξυλώδεις ρίζες των πεύκων να φτάνουν ως την θάλασσα, διακρίνει κανείς με μεγάλη ευκολία μοναχικούς κοκκινολαίμηδες να τιτιβίζουν οριοθετώντας την περιοχή τους αλλά και ένα πλήθος αγριοπούλια όπως καρδερίνες και φλώρους να ξεπετάγονται από τα φυλλώματα των πυκνών θάμνων από σχίνα, ρείκια και κουμαριές, όταν αντιληφθούν την παρουσία των ανθρώπων που πραγματοποιούν περιπάτους στα γραφικά δρομάκια του δάσους. Στις λιγοστές βραχώδεις εκτάσεις γεράκια και άλλα μικρά αρπακτικά κάνουν την εμφάνισή τους.
Περιμετρικά της λίμνης του Μαραθώνα αλλά και στα ιστορικά μνημεία της περιοχής, όπως ο Τύμβος και το Ιστορικό Μουσείο με τα πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα, είναι ένα ιδανικό καταφύγιο για πολλά ωδικά πουλιά λόγω της ηρεμίας που δεσπόζει στη περιοχή. Στα πανύψηλα διάσπαρτα κυπαρίσσια ακούγονται τα τιτιβίσματα του σπίνου, ενώ μέσα από τις συστάδες θάμνων ξεπετάγονται θαμνοφυλλοσκόποι και καρβουνιάρηδες, ενώ στην πλούσια ποώδη βλάστηση με ζοχούς, αγκάθια και αγριόχορτα κατεβαίνουν σε κοπάδια καρδερίνες και σπουργίτια για να διαλέξουν τους καρπούς τους. Δεντρολίβανα, μυρτιές, δάφνες και πικροδάφνες αλλά και τα μοσχομυριστά ζουμπούλια, δίνουν το δικό τους άρωμα και χρώμα στην περιοχή. Οι λευκοσουσουράδες σουλατσάρουν άφοβες στους δρόμους, ενώ όπου υπάρχουν πλατάνια το μελωδικό κελάηδημα του αηδονιού μαγεύει τον περιηγητή. Φυσικά από το όλο σκηνικό δεν απουσιάζουν οι δεκαοχτούρες και οι καρακάξες που κάνουν παντού αισθητή την παρουσία τους με τα δυναμικά φτερουγίσματά τους. Ευκάλυπτοι, φοίνικες, ελαιώνες καθώς και αναρριχητικοί κισσοί προσφέρουν τα φυλλώματα τους για να βρουν ασφαλές καταφύγιο πολλά είδη πουλιών.
Ένα πλήθος εντόμων, ερπετών αλλά και άλλων μικρών ζώων όπως χελώνες, σκαντζόχοιροι, βατράχια και φίδια, πολύ χρήσιμα για την τροφική αλυσίδα, μπορούν να παρατηρηθούν κρυμμένα στις συστάδες και στα φυλλώματα των θάμνων.