Αρχαία Μεσσήνη
Σε απόσταση 30 χιλιομέτρων από την Καλαμάτα, στους δυτικούς πρόποδες του όρους Ιθώμη κοντά στο σημερινό χωριό Μαυρομμάτι, απλώνεται σε μια μεγάλη έκταση η Αρχαία Μεσσήνη, ένας από τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας.
Η Αρχαία Μεσσήνη ανασκάπτεται και αποκαλύπτεται σταδιακά από την εποχή της Επανάστασης και λόγω μεγέθους, αλλά και σπουδαιότητας, δίνει θαυμαστές πληροφορίες για το ένδοξο παρελθόν της. Πρόκειται για ένα σπάνιο αρχαιολογικό χώρο, όπου ο επισκέπτης εντυπωσιάζεται στη θέα των ναών, των σπιτιών, των τειχών και των δημόσιων κτιρίων, που σώζονται σε τόσο μεγάλο ύψος και καλή κατάσταση.Οικοδομήθηκε το 369 π.Χ. από τον Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα, ύστερα από τη μάχη των Λεύκτρων, στην οποία νίκησε τους Σπαρτιάτες, εισέβαλε στη Λακωνία και ελευθέρωσε τους Μεσσήνιους από τη σπαρτιατική κυριαρχία.Η συγκεκριμένη θέση για την ίδρυση της λέγεται πως επιλέχθηκε ύστερα από την ανακάλυψη του σημείου όπου βρισκόταν η διαθήκη του Αριστομένη, Μεσσήνιου ήρωα, που έγινε με τη μεσολάβηση ιερέων και μάντεων.Η πόλη πήρε το όνομά της από τη μυθική, προδωρική βασίλισσα της χώρας, που ήταν κόρη του Αργείου βασιλιά Τρίοπα και σύζυγος του Λάκωνα Πολυκάονα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, η Μεσσήνη θεοποιήθηκε περί τον 10ο αιώνα π.Χ. και σταδιακά ανακηρύχθηκε σε μία από τις κύριες θεότητες της πόλης.
Όλα τα οικοδομήματα της Μεσσήνης έχουν τον ίδιο προσανατολισμό και εντάσσονται μέσα στον κάνναβο που δημιουργείται από οριζόντιους (με κατεύθυνση Ανατολή-Δύση) και κάθετους (με κατεύθυνση Βορρά-Νότου) δρόμους. Το πολεοδομικό αυτό σύστημα είναι γνωστό ως ιπποδάμειο, από τον αρχικό εμπνευστή και δημιουργό του αρχιτέκτονα, πολεοδόμο, γεωμέτρη και αστρονόμο του 5ου αιώνα π.Χ., τον Ιππόδαμο από τη Μίλητο. Αξιοσημείωτο είναι ότι το προκαθορισμένο αυτό σχήμα που στηρίζεται στις αρχές της ισονομίας, της ισοπολιτείας και της ισομοιρίας, στις αρετές δηλαδή του δημοκρατικού πολιτεύματος, και χαρακτηρίζεται από ακραίο γεωμετρισμό, προσαρμοζόταν κάθε φορά στις ειδικές γεωμορφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες του τόπου, ενταγμένο αρμονικά στο φυσικό περιβάλλον. Η βασική ιδέα του ιπποδάμειου πολεοδομικού συστήματος που πηγάζει από το ιδεώδες της δημοκρατίας είναι: όλοι οι πολίτες να έχουν ισομεγέθη και εξίσου κατάλληλα οικόπεδα και να έχουν πρόσβαση στα δημόσια και ιερά οικοδομήματα, στους κοινόχρηστους δηλαδή χώρους, που επιβάλλονται με τις μνημειακές τους διαστάσεις και τον πλούσιο διάκοσμο. Πάνω σε αυτές ακριβώς τις αρχές οικοδομήθηκε το 369 π.Χ. από τον Θηβαίο Επαμεινώνδα και τους Αργείους συμμάχους του η νέα πρωτεύουσα της αυτόνομης Μεσσηνίας, που οφείλει το όνομα της στην πρώτη μυθική προδωρική βασίλισσα της χώρας, τη Μεσσήνη, κόρη του Αργείου βασιλιά Τριόπα και σύζυγο του Λάκωνα Πολυκάονα.
Στη βασίλισσα Μεσσήνη αποδίδεται κατά την παράδοση και η ίδρυση του ιερού του Διός Ιθωμάτα στην κορυφή της Ιθώμης (Παυσανίας 4.26-33). Ο Παυσανίας μας πληροφορεί επίσης ότι ήδη επί της βασιλείας του Γλαύκου (10ος αι. π.Χ.) η Μεσσήνη θεοποιείται και λατρεύεται. Αναδείχθηκε σε μια από τις κύριες θεότητες της πόλης μαζί με τον Δία Ιθωμάτα. Ο ναός της αποκαλύφθηκε στο ΝΔ τμήμα της αγοράς. Είναι περίπτερος με 6 Χ 12 ψαμμιτικούς κίονες δωρικού ρυθμού. Στο σηκό του βρισκόταν το χρυσόλιθο άγαλμα της θεάς και μια τοιχογραφία του Ομφαλίωνα, μαθητή του Νικία, με δεκατρείς μυθικούς βασιλείς και βασίλισσες της χώρας.
Η Αρχαία Μεσσήνη παρέμεινε το πολιτιστικό κέντρο της Μεσσηνίας μέχρι το 395 π. Χ., όταν η επιδρομή των Γότθων του Αλάριχου υποτίθεται πως έδωσε το αποφασιστικό πλήγμα στην πόλη.
Τα Μνημεία του Χώρου:
1. Το Θέατρο
Το πρώτο μνημείο που συναντά κανείς κατηφορίζοντας από το Μουσείο προς τον αρχαιολογικό χώρο είναι το θέατρο. Χρησιμοποιόταν και για μαζικές συγκεντρώσεις πολιτικού χαρακτήρα. Μέσα στο θέατρο έλαβε χώρα η συνάντηση του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Ε' και του Αράτου του Σικυώνιου το 214 π.Χ. Σύμφωνα επίσης με μαρτυρία του Λιβίου (39.49.6-12), πολλοί κάτοικοι της Μεσσήνης συγκεντρώθηκαν στο θέατρο της πόλης, απαιτώντας να μεταφερθεί εκεί σε κοινή θέα ο περίφημος στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας Φιλοποίμην ο Μεγαλοπολίτης, που είχε αιχμαλωτιστεί από τους Μεσσήνιους το 183 π.Χ. Το κοίλο εδράζεται σε τεχνητή επίχωση συγκροτούμενη από ισχυρό ημικυκλικό ανάλημμα.
Την εντύπωση της φρουριακής δόμησης ενισχύουν οι υψηλές οξυκόρυφες πυλίδες με τα κλιμακοστάσια ανόδου. Αυτά τα στοιχεία, καθώς και το γεγονός ότι το ανάλημμα του κοίλου ήταν στο σύνολο του ορατό και προσιτό από έξω, καθιστούν το θέατρο της Μεσσήνης ιδιάζουσα περίσωση που προοιωνίζει τα κολοσσιαία θέατρα και αμφιθέατρα της ρωμαϊκής περιόδου. Σώζεται μεγάλο μέρος του δυτικού αναλήμματος του κοίλου, το οποίο φέρει οξυκόρυφες πυλίδες σε κανονικές μεταξύ τους αποστάσεις (ανά 20 μ. περίπου), οι οποίες οδηγούσαν με κλιμακοστάσια προς το άνω διάζωμα. Από εκεί ξεκινούσαν κλιμακοστάσια καθόδου που κατέληγαν στην ορχήστρα και όριζαν ταυτόχρονα και τις κερκίδες. Η εξωτερική όψη του αναλήμματος είναι κτισμένη όπως ακριβώς οι πύργοι και ο οχυρωματικός περίβολος της πόλης. Ο επιβλητικός τοίχος της ανατολικής παρόδου είναι κτισμένος με ιδιαίτερη επίσης επιμέλεια και σώζεται σε άριστη κατάσταση σε ύψος πέντε μέτρων, αποτελούμενος από δέκα σειρές ορθογώνιων αγκωναριών. Δεν λειτουργούσε απλώς ως τοίχος αντιστήριξης του κοίλου, αλλά αποτελούσε ταυτόχρονα τον βόρειο τοίχο ενός μεγάλου ορθογώνιου οικοδομήματος, μιας σκηνοθήκης διαστάσεων 31,46 X 8,07μ. Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα παρόμοιας σκηνοθήκης υπήρχαν και στο θέατρο της Αρκαδικής Μεγαλόπολης. Στο επίπεδο της ευθυντηρίας της σκηνοθήκης του Θεάτρου της Μεσσήνης ήλθαν στο φως τρεις παράλληλες αύλακες, με κοίλη συνεχή εγκοπή για την υποδοχή των τροχών μιας κινητής σκηνής των ελληνιστικών χρόνων. Η ύπαρξη κινητής σκηνής στα αρχαία ελληνικά θέατρα, η οποία αποκαλείται “πήγμα” (πρβλ. τη λέξη παρά-πηγμα), είναι γεγονός και για το θέατρο της Σπάρτης. Πίσω ακριβώς από τον βόρειο τοίχο της σκηνοθήκης της Μεσσήνης υπάρχει μια πλακοστρωμένη άνοδος που οδηγεί στο μεσαίο διάζωμα του κοίλου. Προστίθεται και αυτή στις αρχιτεκτονικές πρωτοτυπίες του Θεάτρου της Μεσσήνης.
2. Η Κρήνη της Αρσινόης
Ανάμεσα στο Θέατρο και την Αγορά αποκαλύφθηκε μεγάλη Κρήνη. Ο περιηγητής Παυσανίας (4. 31.6) μας πληροφορεί ότι η Κρήνη της αγοράς είχε το όνομα της Αρσινόης, κόρης του μυθικού βασιλιά της Μεσσηνίας Λεύκιππου και μητέρας του Ασκληπιού, και ότι δεχόταν νερό από την πηγή Κλεψύδρα. Η Κρήνη περιλαμβάνει μακρόστενη δεξαμενή μήκους 40μ. περίπου, η οποία βρίσκεται σε μικρή απόσταση μπροστά από αναλημματικό τοίχο. Μεταξύ δεξαμενής και αναλήμματος υπήρχε αβαθής στοά από ιωνικούς ημικίονες. Ημικυκλικό βάθρο (εξέδρα) στο μέσον ακριβώς της δεξαμενής έφερε σύνταγμα χάλκινων ανδριάντων. Δύο ακόμη δεξαμενές βρίσκονται σε ελαφρώς χαμηλότερο επίπεδο από την πρώτη, συμμετρικά τοποθετημένες εκατέρωθεν πλακόστρωτου αίθριου.
Η πρόσοψη της πρώτης οικοδομικής φάσης της κρήνης (τέλη 3ου αι. π.Χ.) έκλεινε με δωρική κιονοστοιχία, που καταργήθηκε στη δεύτερη φάση του 1ου αιώνα. Στην τρίτη και τελευταία φάση επισκευών και μετατροπών της Κρήνης, εντάσσεται η προσθήκη τετράγωνων προβόλων που προεξέχουν συμμετρικά στα άκρα της πρόσθιας πλευράς στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.). Η Κρήνη ακολούθησε την τύχη των υπόλοιπων δημόσιων και ιερών οικοδομημάτων της πόλης, τα οποία εγκαταλείφτηκαν περί το 360-370 μ.Χ. Το ανατολικό τμήμα της Κρήνης παρέμεινε όρθιο και χρησιμοποιήθηκε κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο, όπως δείχνουν οι κατασκευές στην άνω δεξαμενή και ο υδρόμυλος που κτίσθηκε μπροστά από την Κρήνη στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα μ.Χ.
3. Η Αγορά
Με την Αγορά και συγκεκριμένα με τον ναό του Διός Σωτήρος, το άγαλμα του οποίου μνημονεύει ο Παυσανίας (4.31. 6), πρέπει να σχετίζονται θραύσματα θωρακίου από ντόπιο ψαμμιτικό επιχρισμένο πωρόλιθο, που φέρουν μέσα σε ρομβοειδές πλαίσιο τον φτερωτό κεραυνό του Διός. Από τον ναό του Ποσειδώνος, που επίσης μνημονεύει ο Παυσανίας, προέρχονται διάσπαρτα πώρινα δωρικά μέλη και ανάγλυφες μετόπες, μια από τις οποίες, του 3ου αιώνα π.Χ., εικονίζει τη δεμένη σε βράχο Ανδρομέδα και τον δράκοντα φύλακα της. Μια άλλη παριστάνει σε ανάγλυφο, επίσης του 3ου αιώνα π.Χ., θαλάσσιο ίππο με κολοσσιαία στριφογυριστή ψαροουρά που φέρει στη ράχη του Τρίτωνα ή Νηρηίδα. Στην αγορά υπήρχαν επίσης ο ναός της Αφροδίτης και της Μητέρας των Θεών (Κυβέλης). Έχει έλθει στο φως ο δωρικός περίπτερος ναός της θεοποιημένης πρώτης βασίλισσας της χώρας Μεσσήνης. Ο Παυσανίας περιγράφει το χρυσόλιθο λατρευτικό άγαλμα της θεάς και την τοιχογραφία του Ομφαλίωνα στο βάθος του σηκού. Κατά μήκος της νότιας πλευράς του ναού υπάρχει σειρά ενεπίγραφων βάθρων για την ανίδρυση χάλκινων ανδριάντων Ρωμαίων αυτοκρατόρων (Κλαυδίου, Γερμανικού, Αδριανού, Μάρκου Αυρηλίου, Φαυστίνας της νεότερης, Γαλερίου κ.ά.). Κατά μήκος της βόρειας πλευράς του ίδιου ναού βρέθηκαν επτά στήλες με ψηφίσματα σχετικά με την κατανομή γης. Αμέσως βόρεια από τον ναό της θεάς Μεσσήνης σώζονται τα ερείπια του Βουλείου. Μπροστά στη νότια πρόσοψή του βρέθηκαν στήλες με ψηφίσματα προς τιμή Μεσσήνιων δικαστών.
4. Το Ιερό της Δήμητρας και των Διόσκουρων
Στο ΝΔ πέρας της Αγοράς, κοντά στο Ασκληπιείο αποκαλύφθηκε οικοδόμημα, διαστάσεων 24x24 μ. Η ανασκαφή στο εσωτερικό του έφερε στο φως τα θεμέλια λατρευτικού κτίσματος του 4ου-3ου αιώνα π.Χ., περιβαλλόμενου από προσκτίσματα. Κάτω από τα δάπεδα των χώρων του κεντρικού κτίσματος αποκαλύφθηκε τεράστιος αριθμός πήλινων αναθηματικών πλακιδίων και ειδωλίων, των οποίων το θεματολόγιο παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Τα πλακίδια είχαν απορριφθεί μαζί με τα θραύσματα αγγείων και οστά ζώων μέσα σε κοιλότητες του φυσικού πετρώματος. Είναι βέβαιο ότι το ιερό ήταν αφιερωμένο στη λατρεία Ήρωος αρχικά και γυναικείας χθόνιας θεότητας-της Δήμητρας- σε συνέχεια. Ο Παυσανίας (4.31.10) αναφέρει «ιερόν Δήμητρας άγιον» και αγάλματα Διόσκουρων στη Μεσσήνη, το οποίο, σύμφωνα με τη σειρά που ακολουθεί στην περιγραφή των μνημείων, πρέπει να βρισκόταν στα νότια της Αγοράς κοντά στο Ασκληπιείο, όπου βρίσκεται το ιερό που περιγράφουμε. Στην οικοδομική επιγραφή των χρόνων του Αυγούστου-Τιβερίου από το Σεβάστειο αναφέρεται και επισκευή του ιερού της Δήμητρας.
5. Το συγκρότημα του Ασκληπιείου
Ο Παυσανίας παρουσιάζει το Ασκληπιείο ως μουσείο έργων τέχνης, κυρίως αγαλμάτων και όχι ως συνηθισμένο τέμενος θεραπείας ασθενών. Ήταν ο επιφανέστερος χώρος της Μεσσήνης, κέντρο της δημόσιας ζωής της πόλης, που λειτουργούσε παράλληλα με την παρακείμενη αγορά. Περισσότερα από 140 βάθρα για χάλκινους ανδριάντες πολιτικών κυρίως προσώπων και πέντε εξέδρες περιβάλλουν το δωρικό ναό και το βωμό, ενώ πολλά είναι τοποθετημένα και κατά μήκος των στοών. Ένας σχεδόν τετράγωνος υπαίθριος χώρος (71,91X66,67μ.) πλαισιώνεται εσωτερικά από τέσσερις στοές, ανοιχτές προς τον κεντρικό υπαίθριο χώρο. Κάθε στοά της βόρειας και νότιας πλευράς είχε στην πρόσοψη 23 κίονες κορινθιακούς που στήριζαν θριγκό, αποτελούμενο από ιωνικό επιστύλιο και από ζωφόρο με ανάγλυφα βουκράνια στολισμένα εναλλάξ με ανθοπλοκάμους και ρόδακες. Όμοιες ήταν και οι στοές της ανατολικής και δυτικής πλευράς, αλλά με 21 κίονες η καθεμία. Σε κάθε στοά υπήρχε δεύτερη εσωτερική κιονοστοιχία με 14 κίονες στην βόρεια και τη νότια πλευρές και 13 στην ανατολική και δυτική.
Στην ανατολική πτέρυγα της περίστυλης αυλής βρίσκεται συγκρότημα τριών οικοδομημάτων: το μικρό στεγασμένο θεατροειδές Εκκλησιαστήριο, το Πρόπυλο, το Συνέδριον ή Βουλευτήριο και η αίθουσα Αρχείου του Γραμματέως των Συνέδρων. Κατά μήκος της δυτικής πτέρυγας βρίσκεται σειρά δωματίων-Οίκων που σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία περιείχαν αγάλματα των εξής θεοτήτων κατά σειρά από Νότο προς Βορρά: Απόλλωνος και Μουσών , Ηρακλή-Θήβας-Επαμεινώνδα (Οίκος Ν), Τύχης (Οίκος Μ), Αρτέμιδος Φωσφόρου (Οίκος Κ).
Τη βόρεια πτέρυγα του Ασκληπιείου κλείνει μεγάλο διμερές οικοδόμημα κτισμένο πάνω σε υψηλό πόδιο, προσιτό από κεντρικό μνημειώδες κλιμακοστάσιο που στο βόρειο πέρας του καταλήγει σε πρόπυλο με αετωματική επίστεψη. Οι δύο αίθουσες του οικοδομήματος, δεξιά και αριστερά από το βόρειο κλιμακοστάσιο, που διαιρούνται πανομοιότυπα σε πέντε δωμάτια, έχουν ταυτισθεί με το Σεβάστειον ή Καισαρείον των επιγραφών. Ήταν αφιερωμένες στη λατρεία της θεάς Ρώμης και των αυτοκρατόρων. Στο ανατολικό άκρο της βόρειας πτέρυγας, στο επίπεδο της στοάς, βρίσκεται ο επιμελούς κατασκευής Οίκος Η με βάθρο αγαλμάτων. Η ανέγερση του συγκροτήματος του Ασκληπιείου, που πρέπει να συντελέστηκε αμέσως μετά τα γεγονότα του 215/14 π.X., φαίνεται ότι εντάσσεται σε ένα μεγαλόπνοο οικοδομικό πρόγραμμα, κατά το πρότυπο της αθηναϊκής Ακροπόλεως, με στόχο την προβολή των Μεσσηνίων ως ιδιαίτερου έθνους στην Πελοπόννησο και με βαθιές ρίζες στο προδωρικό και το δωρικό παρελθόν της χώρας. Όλα σχεδόν τα γλυπτά του οικοδομικού συγκροτήματος του Ασκληπιείου ήταν έργα του γλύπτη Δαμοφώντα, με εξαίρεση το χρυσόλιθο άγαλμα της Μεσσήνης και το σιδερένιο του Επαμεινώνδα (Παυσ. 4.31.10).
Το μεγαλύτερο μέρος του κεντρικού υπαίθριου χώρου του Ασκληπιείου καταλαμβάνεται από τον επιβλητικό δωρικό περίπτερο ναό και το μεγάλο βωμό του. Ο ναός ήταν περίπτερος δωρικός (6X12 κίονες) με πρόναο και οπισθόδομο, που ο καθένας τους έφερε δύο κίονες μεταξύ παραστάδων. Οι εξωτερικές διαστάσεις του μνημείου είναι 13,67X27,94 μ., ενώ το συνολικό του ύψος ήταν 9 μ. περίπου. Εδράζεται σε τρίβαθμη κρηπίδα. Στην ανατολική του πλευρά, όπου η είσοδος, υπάρχει ράμπα. Ο σηκός, ο πρόναος και ο οπισθόδομος είναι κτισμένοι από τοπικό ασβεστόλιθο, ενώ το πτερό από επιχρισμένο ψαμμιτικό λίθο. Το άδυτο χωριζόταν από το υπόλοιπο τμήμα του ναού με θωράκιο και στο βάθος του υπήρχε γλυπτική λατρευτική σύνθεση,. Αφιερώματα που προσιδιάζουν στη λατρεία του θεραπευτή θεού Ασκληπιού δεν βρέθηκαν. Επιβεβαιώνεται η άποψη ότι ο Ασκληπιός της Μεσσήνης δεν είχε προέχουσα τη θεραπευτική ιδιότητα, αλλά την πολιτική, εκείνη του "Μεσσήνιου πολίτη" (Παυσ. 4.26.7). Είχε τη θέση του μέσα στο γενεαλογικό δέντρο των μυθικών βασιλέων της Μεσσηνίας, τόσο των πριν όσο και των μετά την κάθοδο των Ηρακλειδών στην Πελοπόννησο. Μητέρα του ήταν η Αρσινόη, κόρη του Λευκίππου, που έδωσε το όνομα της και στην Κρήνη Αρσινόη της αγοράς.
α. To Εκκλησιαστήριο
To Εκκλησιαστήριο είναι μικρή θεατρική κατασκευή με κοίλο εγγεγραμμένο σε ορθογώνιο κέλυφος και κυκλική ορχήστρα, διαμέτρου 9,70 μ. σκηνή, πλάτους 21 μ. Είχε προσκήνιο με τρία ανοίγματα μπροστά και κλιμακοστάσιο εξόδου στο ανατολικό άκρο του. Το κοίλο, σχήματος μεγαλύτερου του ημικυκλίου χωρίζεται με διάζωμα σε άνω και κάτω. Το κάτω κοίλο απαρτίζεται από έντεκα σειρές λίθινων εδωλίων και χωρίζεται σε τρεις κερκίδες με δυο κλιμακοστάσια. Δυο ακόμη κλίμακες ανόδου υπάρχουν στα άκρα του κοίλου κοντά στις παρόδους. Δύο είσοδοι από την πλευρά της ανηφορικής οδού στα ανατολικά οδηγούν η μία στην ορχήστρα με κλιμακοστάσιο καθόδου και η άλλη απευθείας στο διάζωμα μεταξύ κάτω και άνω κοίλου. Το κοίλο περιβάλλεται από ισχυρό αναλημματικό τοίχο, ο οποίος κατά την ανατολική και βόρεια πλευρά είναι κτισμένος στο κάτω μέρος του με λείους ορθοστάτες, ενώ στο άνω με το ψευδοϊσόδομο κυφωτό σύστημα, που απαντά και στην Πριήνη της Μικράς Ασίας. Σκεπαστό κλιμακοστάσιο στη ΒΔ γωνία του αναλήμματος οδηγούσε στο ανώτατο διάζωμα του κοίλου από τη βόρεια πλευρά. Στο ανατολικό άκρο της ορχήστρας, μπροστά στο κλιμακοστάσιο που οδηγεί στην ανατολική είσοδο του οικοδομήματος, τοποθετήθηκε τον 2ο αιώνα μ.X. μεγάλο βάθρο έφιππου ανδριάντα από χαλκό προς τιμήν του Ελλαδάρχη Σαιθίδα.
β. Το Πρόπυλο
Το Πρόπυλο οδηγεί από την ανηφορική ανατολική οδό στο χαμηλότερα εκτεινόμενο Ασκληπιείο. Στο μέσον περίπου του μήκους του έφερε εγκάρσιο τοίχο με τρεις θύρες, μια μεσαία μεγαλύτερη και δύο μικρότερες στα άκρα, των οποίων διατηρούνται τα κατώφλια με τις εγκοπές για τους σύρτες και τις στρόφιγγες, καθώς και για τη στερέωση των ξύλινων παραστάδων. Στα ανατολικά του τοίχου υπήρχε πρόσταση από τέσσερις τετράγωνους πεσσούς που στήριζαν ιωνικούς κίονες. Μεταξύ της εξωτερικής πεσσοστοιχίας και του εγκάρσιου τοίχου με το τρίθυρο διασώθηκε το δάπεδο, αποτελούμενο από μεγάλες τετράγωνες λίθινες. Η πρόσταση, που έβλεπε προς το Ασκληπιείο έφερε δύο κίονες κορινθιακού ρυθμού. Στην ύστερη αρχαιότητα (3ος/4ος αι. μ.X.) η δυτική αυτή πρόσταση είχε επισκευασθεί πρόχειρα. Οι δύο ανόμοιες βάσεις κορινθιακών κιόνων που διατηρούνται στη θέση τους προέρχονται από την μεταγενέστερη αυτή επισκευή.
γ. Το Βουλευτήριο
Το Βουλευτήριο αποτελεί τον κατ' εξοχήν χώρο συγκέντρωσης συνέδρων, αντιπροσώπων των πόλεων της αυτόνομης Μεσσηνίας. Έχει σχήμα σχεδόν τετράγωνο, διαστάσεων 20,80 X 21,60 μ., και στέγη τετράκλινη που στηριζόταν εσωτερικά σε τέσσερις πεσσούς. Οι τρεις πλευρές της (βόρεια, ανατολική και νότια) ήταν κλειστές, κτισμένες με τοίχο, πάχους 1,20 μ., ενώ είσοδος υπήρχε μόνο στη δυτική πλευρά από δύο μεγάλα τρίθυρα ανοίγματα .Κατά μήκος των τριών κλειστών πλευρών διατηρήθηκε λίθινο συνεχές έδρανο με συμφυές ερεισίνωτο και λαξευτά λεοντοπόδαρα στα δύο άκρα. Το συνολικό μήκος του εδράνου (56 μ.) επέτρεπε να κάθονται άνετα 76 σύνεδροι, όσα ήταν τα μέλη της ιερής γερουσίας.
δ. Η Αίθουσα του Αρχείου
Η Αίθουσα του Αρχείου, διαστάσεων 16,45X19,75 μ., είναι πλήρης κατασκευών της πρωτοβυζαντινής περιόδου. Δεδομένου του δημόσιου πολιτικού χαρακτήρα των χώρων της ανατολικής πτέρυγας του Ασκληπιείου και της γειτνίασης της αίθουσας αυτής προς το Βουλευτήριο της πόλης, είναι μάλλον βέβαιο ότι είχε ανάλογο δημόσιο χαρακτήρα. Σύμφωνα άλλωστε με μαρτυρία επιγραφής, που βρέθηκε μπροστά στην ανατολική είσοδο της αίθουσας, πρέπει να στεγαζόταν σε αυτήν το Αρχείο του Γραμματέως των Συνέδρων.
ε. Το Πρώτο Ιερό της Ορθίας
Στα ΒΔ του Ασκληπιείου ήλθε στο φως πρόστυλος ναός, διαστάσεων 8,42x5,62 με σχεδόν τετράγωνο σηκό, αβαθή ευρύτερο πρόδομο και ράμπα στο μέσον της τετράστυλης πρόσοψης. Γύρω από την πρόσοψη του ναού αποκαλύφθηκαν βάθρα αναθημάτων και ενεπίγραφες στήλες. Κατά μήκος της βόρειας πλευράς, βρέθηκαν δύο θησαυροί νομισμάτων, χαλκών της Μεσσήνης και αργυρών της Αχαϊκής Συμπολιτείας, των μέσων του 2ου αιώνα π.Χ., καθώς και πλήθος πήλινων ειδωλίων που εικονίζουν κατά κύριο λόγο την Αρτέμιδα Κυνηγέτιδα και Φωσφόρο. Σε λατρευτικό μαρμάρινο άγαλμα της Ορθίας πρέπει να ανήκουν τα θραύσματα που βρέθηκαν στα βόρεια του ναού. Μετά την κατασκευή του Ασκληπιείου, το τέμενος της Ορθίας έπαυσε να λειτουργεί και η λατρεία της θεάς μεταφέρθηκε στον Οίκο Κ της δυτικής πτέρυγας του συγκροτήματος, δηλαδή στο νεότερο Αρτεμίσιο.
6. Η Ανατολική οδός
Η ανασκαφή κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του Ασκληπιείου αποκάλυψε σε μήκος 80 μ. περίπου ευρεία οδό κατεύθυνσης ΒΝ. Η οδός, πλάτους 12 μ., που φέρει κτιστό αποχετευτικό αγωγό καλυπτόμενο από ογκώδεις ασβεστολιθικές πλάκες, ορίζεται ανατολικά από το Ασκληπιείο, ενώ δυτικά από νέο οικοδομικό τετράγωνο που δεν έχει ακόμη ανασκαφεί. Στη διασταύρωση της με την οδό Α-Δ κατεύθυνσης, που βαίνει μεταξύ της βόρειας πλευράς του Ασκληπιείου και της νότιας πλευράς της Αγοράς, αποκαλύφθηκε κατά χώραν, σε απόσταση 6,50 μ. από τη βορειοανατολική γωνία του Εκκλησιαστηρίου, ορθογώνια ασβεστολιθική βάση με κυκλική στο μέσον της άνω πλευράς εγκοπή για την ένθεση κίονα που βρέθηκε παραπλεύρως και στήθηκε στη βάση του. Έχει ύψος 1,358, κάτω διάμετρο 0,48 μ. και φέρει στο άνω μέρος την εξής τετράστιχη επιγραφή:
Άρτέμιτι
Διονύσιος
Δωρίας
Διονυσόδωρος.
Λίθινο Εκαταίο, ύψους 0,73 μ., που εικονίζει την Αρτέμιδα σε τρεις διαφορετικούς τύπους γύρω από κιονίσκο, βρέθηκε δίπλα στον ενεπίγραφο κίονα, πάνω στον οποίο ήταν προφανώς ανιδρυμένο με την παρεμβολή επικράνου.
α. Ο Χριστιανικός Οικισμός
ΒΑ και ανατολικά του Ασκληπιείου πάνω στο δρόμο ήλθε στο φως πυκνά δομημένο οικιστικό σύνολο, που αποτελεί μέρος συνοικισμού του 5ου-7ου αιώνα μ.Χ., ο οποίος εκτεινόταν και μέσα στην αίθουσα Αρχείου του Ασκληπιείου Ο συνοικισμός συνεχίζεται προς Νότο σε όλο το μήκος της ανατολικής οδού, καθώς και προς Βορρά στον χώρο της Αγοράς, όπου συμφωνά με διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη πρέπει να βρίσκονταν δυο τουλάχιστον παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Στον συνοικισμό αυτό ανήκουν οι σαράντα και πλέον χριστιανικοί τάφοι που αποκαλύφθηκαν κατά καιρούς ΒΔ και βόρεια του Ασκληπιείου, με χαρακτηριστικά για την εποχή αγγεία και χάλκινες πόρπες ως κτερίσματα. Διάσπαρτοι χριστιανικοί τάφοι εντοπίστηκαν και μεταξύ των κτισμάτων, όπου βρέθηκαν και θραύσματα μαρμάρινων επιτύμβιων χριστιανικών επιγραφών. Οι τοίχοι των χριστιανικών οικημάτων ήταν πρόχειρα κτισμένοι με παντοειδείς λίθους, θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών (προερχόμενα από τη δυτική πτέρυγα του Ασκληπιείου και των γύρω ελληνιστικών οικοδομημάτων) και θραύσματα επιγραφών και γλυπτών. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουν οι πώρινοι κορμοί δύο γυναικείων αγαλμάτων των μέσων του 2ου αιώνα π.Χ.
β. Ο Ταφικός Περίβολος
Ταφικό μνημείο ελληνιστικών χρόνων σε μορφή ορθογώνιου περιβόλου, αποτελούμενου από βαθμιδωτή κρηπίδα, ορθοστάτες και στέψη, με σειρά κιβωτιόσχημων τάφων στο εσωτερικό του, ήλθε στο φως στο ανατολικό όριο της παραπάνω οδού. Ανήκει, σύμφωνα με επιγραφή που φέρει στη στέψη, σε έξι άνδρες και τέσσερις γυναίκες που έπεσαν πιθανώς κατά την κατάληψη της Μεσσήνης από τον Νάβι της Σπάρτης το 201 π.Χ. Μεσσήνιες γυναίκες είχαν πάρει μέρος και στη μάχη ενάντια στον Δημήτριο Φάριο, στρατηγό του Φιλίππου Ε', που επιχείρησε ανεπιτυχώς να καταλάβει την πόλη το 214 π.Χ. Στον ίδιο περίβολο ενταφιάστηκαν στη συνέχεια και άλλα άτομα, όπως δείχνουν οι επάλληλες αναγραφές ονομάτων, έως τα αυτοκρατορικά ρωμαϊκά χρόνια. Οι τάφοι περιείχαν τους σκελετούς των ενταφιασμένων ανδρών και γυναικών συνοδευόμενους από ενδιαφέροντα και αρκετά πλούσια κτερίσματα: πήλινα και γυάλινα αγγεία, μεταλλικά αντικείμενα, χρυσά κοσμήματα και οστέινες περόνες, ορισμένες από τις οποίες απολήγουν σε προσωπεία, λύρα και σε κουκουνάρα. Τρεις μολύβδινες κάλπες του 1ου αιώνα π.Χ. περιείχαν τα υπολείμματα της καύσης νεκρών.
7. Το Ιεροθύσιο
Ο περιηγητής Παυσανίας προχωρώντας νότια από το Ασκληπιείο προς το Γυμνάσιο, αναφέρει πρώτα το Ιεροθύσιο, οικοδόμημα που στέγαζε αγάλματα των δώδεκα θεών, χάλκινο ανδριάντα του Επαμεινώνδα και «αρχαίους τρίποδες», τους οποίους ο Όμηρος ονομάζει «απύρους» (Παυσανίας 4.32.1). Το Ιεροθύσιο, όπως και η λέξη δηλώνει, πρέπει να είχε άμεση σχέση με τους ιεροθύτες, αιρετούς ετήσιους αξιωματούχους της πόλης υπεύθυνους για τον εορτασμό των Ιθωμαίων και άλλων θρησκευτικών πανηγύρεων, οι οποίοι μνημονεύονται σε πολλές επιγραφές της Μεσσήνης σε σχέση με τους αγωνοθέτες και τους χαλυδοφόρους (οινοχόους). Στα νομίσματα άλλωστε της πόλης ο τρίποδας συνοδεύει κατά κανόνα την εικόνα του Διός Ιθωμάτα, κύριας θεότητας της Μεσσήνης. Η παρουσία ανδριάντα του Επαμεινώνδα ανάμεσα στα αγάλματα των δώδεκα θεών μέσα στο Ιεροθύσιο είναι ενδεικτική της σημασίας που του απέδιδαν οι Μεσσήνιοι ως ισόθεου ήρωα οικιστή της πόλης τους. Αμέσως νότια από το Ασκληπιείο άρχισε να αποκαλύπτεται μεγάλο οικοδομικό συγκρότημα, πλάτους 50 μ. περίπου και σωζόμενου μήκους 70 μ. περίπου.
Ο βόρειος τοίχος του βρίσκεται σε επαφή με το Βαλανείο νότια του Ασκληπιείου, ενώ ανατολικά και δυτικά περιβάλλεται από δρόμους. Αποτελείται από πολλές (περισσότερες των τεσσάρων) αυτοτελείς αρχιτεκτονικές ενότητες. Η βορειοδυτική ενότητα χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός υπαίθριου περίστυλου χώρου με ευρύχωρες αίθουσες γύρω του, οι οποίες έχουν τη μορφή ανδρώνων. Η πιθανή λειτουργία των αιθουσών αυτών ως χώρων τελετουργικών συνεστιάσεων δεν είναι αντίθετη προς τον χαρακτήρα του Ιεροθυσίου ως δειπνιστηρίου ιεροθυτών και αγωνοθετών κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών εορτών και χώρου ανίδρυσης αγαλμάτων του δωδεκάθεου και ανδριάντος του ήρωα οικιστή Επαμεινώνδα. Η θέση του οικοδομικού αυτού συγκροτήματος συμπίπτει τοπογραφικά με τη θέση του Ιεροθυσίου που είδε στην πορεία του ο Παυσανίας.
8. Το Στάδιο και το Γυμνάσιο
Το Στάδιο και το Γυμνάσιο ανήκουν στα πλέον εντυπωσιακά, από άποψη διατήρησης οικοδομικά συγκροτήματα. Το βόρειο πεταλόσχημο τμήμα του Σταδίου περιλαμβάνει 18 κερκίδες με 18 σειρές εδωλίων, που διαχωρίζονται από κλιμακοστάσια. Περιβάλλεται από δωρικές στοές, των οποίων οι κίονες στέκονται κατά το πλείστον στη θέση τους. Η βόρεια στοά είναι διπλή, η ανατολική και η δυτική είναι απλές. Οι στοές ανήκουν στο Γυμνάσιο, που αποτελούσε ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο με το Στάδιο. Η δυτική στοά δεν φαίνεται να συνεχίζεται ως το πέρας του στίβου, και διακόπτεται σε μήκος 110 μ. περίπου από το βόρειο άκρο της. Συνδέεται με περίστυλο αίθριο δωρικού ρυθμού, πλευράς 30 μέτρων περίπου, το οποίο μπορεί να αναγνωριστεί ως παλαίστρα. Ενεπίγραφα βάθρα μεταξύ των κιόνων της δυτικής στοάς έφεραν ανδριάντες Γυμνασιαρχών, ενώ πολλοί κατάλογοι εφήβων βρέθηκαν γύρω. Στην ελληνιστική εποχή τα γυμνάσια γίνονται πολυσύχναστα κέντρα της δημόσιας ζωής της πόλης και χώροι έκθεσης σημαντικών έργων τέχνης όπως μαρτυρούν τα πρόσφατα ευρήματα του Γυμνασίου.
Δυτικά του δωματίου XΙ της Δυτικής στοάς του Γυμνασίου, και σε υψηλότερο επίπεδο, ήλθε στο φως το ταφικό μνημείο Κ3, με οκτώ κιβωτιόσχημους τάφους στο εσωτερικό του, συμμετρικά ανά δυο διατεταγμένους γύρω από τετράγωνη θήκη. Τα σωζόμενα πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη της ανωδομής του δείχνουν ότι είχε τη μορφή τετράγωνου θαλάμου (4.66x4.66 μ. περίπου) με κωνική οροφή, στην κορυφή της οποίας εδραζόταν κορινθιακός κίονας με χάλκινο έργο στερεωμένο στο σωζόμενο κιονόκρανο. Η μορφή του μνημείου είναι τελείως αδόκιμη για τα ελλαδικά δεδομένα. Στο υπέρθυρο της εισόδου, που έχει τη μορφή ιωνικού γείσου, σώζονται τα ονόματα των νεκρών, ανδρών και γυναικών που τιμήθηκαν με ένα τέτοιο λαμπρό μνημείο.
Ταφικό, όπως αποδείχθηκε, είναι και το βορειότερα κείμενο πειόσχημο μνημείο Κ1, του οποίου την ανατολική πλευρά έστεφε ζωφόρος με ανάγλυφα ζώα σε σειρά και ανά ένα ολόγλυφο σύμπλεγμα λιονταριού που κατασπαράσσει ελάφι. Στο εσωτερικό του θαλάμου του μνημείου Κ1, το οποίο έφρασσε λίθινη θύρα, όπως τους μακεδονικούς τάφους, αποκαλύφθηκαν επτά κιβωτιόσχημοι τάφοι, οι οποίοι, παρά τη σύληση, διέσωζαν σημαντικά κτερίσματα, συμπεριλαμβανομένων χρυσών κοσμημάτων.
9. Το Ηρώο του Σταδίου
Αναπόσπαστο στοιχείο του Σταδίου αποτελεί το Ηρώο, που είχε τη μορφή πρόστυλου τετρακιόνιου δωρικού ναού. Βρίσκεται στη νότια πλευρά του σταδίου κτισμένος πάνω σε ορθογώνιο πόδιο, που προεξέχει από το τείχος σαν προμαχώνας. Το ναόσχημο κτίσμα ήταν ταφικό, αποτελεί ένα είδος ηρώου-μαυσωλείου, που εντάσσεται στην παράδοση των μικρασιατικών μαυσωλείων. Σε ορισμένα στοιχεία του σχετίζεται και με το Ηρώο της Καλυδώνος. Προσωπικότητα με πλούτη και επιρροή, στην οποία απένεμαν οι Μεσσήνιοι κατά την πληροφορία του Παυσανία (4. 32,2) τιμές ήρωος, ήταν ο Μεσσήνιος ισόβιος αρχιερέας και ελλαδάρχης Σαιθίδας. Είναι επομένως βέβαιο ότι το ηρώο-μαυσωλείο του Σταδίου ανήκε στην οικογένεια των Σαιθιδών. Σε αυτό ενταφιάζονταν και δέχονταν ηρωικές τιμές τα επιφανή μέλη της οικογένειας, από της ίδρυσης του Ηρώου τον 1ο αι μ.X. ως τα χρόνια τουλάχιστον της επίσκεψης του Παυσανία (155-160 μ.X).
10. Τα Ιερά της Ιθώμης
Η Μονή Βουλκάνου που τιμάται στο όνομα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι κτισμένη στην κορφή του όρους Ιθώμη, εκεί που βρισκόταν στην αρχαιότητα το ιερό του Ιθωμάτα Δία. Κατά την παράδοση, η ίδρυσή της αποδίδεται σε μοναχούς που κατέφυγαν εκεί για να γλυτώσουν από τους εικονομάχους το έτος 725, επί Λέοντος Ισαύρου. Μια άλλη παράδοση, που ανάγει την κτίση της Μονής στα χρόνια του Ανδρονίκου Παλαιολόγου, αναφέρει ότι η ανέγερση της μονής στην τοποθεσία αυτή αποδίδεται στην αυτοκράτειρα Ανδρονίκου. Η εικόνα της Θεοτόκου πιστεύεται ότι έχει διασωθεί ως σήμερα και είναι θαυματουργή. Φέρει την επιγραφή ''η Οδηγήτρα επονομαζομένη εν τω όρει Βουλκάνω'' και αποδίδεται στον Απόστολο Λουκά. Το 1638 το Καθολικό της Μονής ιστορήθηκε με τοιχογραφίες των αδελφών Δημητρίου και Γεωργίου Μόσχου, ονομαστούς αγιογράφους από το Ναύπλιο. Το όνομα Βουλκάνο ή Βουρκάνο απαντά για πρώτη φορά στο συναξάρι του Οσίου Νίκωνος του Μετανοείτε τον 10 ο αιώνα. Σύμφωνα με μια μαρτυρία ''ο Δίας έκτισε χώραν και κάστρον, την έλεγαν Βελκίαν, όπερ ένε και φαίνεται εις το Βουρκάνον χαλασμένον'' (Σ. Λάμπρος, Ν. Ελληνομνήμων 3, 1906, 140). Η Μονή στα σωζόμενα σιγίλλια της φέρει τα ονόματα Δορκάνου (1583), Βουρκάνου (1630) και Βουλκάνου (1769 και 1798). Στις 5 Μαρτίου 1625 οι πατέρες μοναχοί, ''μή υποφέροντες εις το καθολικόν'' της Μονής Βουλκάνου, προφανώς λόγω των δυσχεριών πρόσβασης, ύδρευσης και διαμονής στην κορφή του βουνού, αγόρασαν από τον ''μπαμπά του Μεμεταγά Εφέντη'' της Ανδρούσας, για δέκα χιλιάδες πεντακόσια γρόσια, μια μεγάλη επίπεδη τοποθεσία στη θέση ενός έρημου χωριού, κοντά σε μάνα νερού, για να ιδρύσουν εκεί τη Νέα Μονή Βουλκάνου. Το έρημο χωριό έφερε το αλβανικό όνομα Τζέμη ή Τζούμη και βρισκόταν ανατολικά από τον Άγιο Βασίλειο.
Το ιερό του Διός Ιθωμάτα στην υψηλότερη κορυφή της Ιθώμης είναι χτισμένο το παλιό μοναστήρι του Βουρκάνου. Ανατολικότερα σώζονται θεμέλια από το ιερό του Διός Ιθωμάτα. Το χάλκινο πόδι αναθηματικού τρίποδα που βρέθηκε κοντά στο μοναστήρι δείχνει ότι η λατρεία του Ιθωμάτα ανάγεται στη γεωμετρική τουλάχιστον περίοδο. Κατά το Παυσανία (4.31.2), τα παλιά χρόνια οργάνωναν και αγώνα μουσικής, όπως μπορεί κανείς να συμπεράνει από τους στίχους του Ευμήλου, ποιητή του 6ου αιώνα π.Χ. Η λειτουργία επομένως του ιερού πολύ πριν από την ίδρυση της Μεσσήνης το 369 π.Χ. πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Το απεικονιζόμενο σε νομίσματα της Μεσσήνης άγαλμα του Διός με κεραυνό στο δεξί χέρι και αετό στο προεκτεινόμενο αριστερό αποδίδει τη μορφή του Ιθωμάτα. Ο ετήσιος επώνυμος ιερέας φύλαγε στο σπίτι του το άγαλμα του Διός-παιδιού. Φαίνεται ότι ο τύπος του κεραυνοβολούντος Διός αποτελούσε το λατρευτικό άγαλμα, ενώ το μικρό άγαλμα του Διός παιδιού, που είχε φιλοτεχνήσει ο γλύπτης Αγελάδας (τέλος 6ου-αρχές 5ου αιώνα π.Χ.) για τους Μεσσήνιους της Ναυπάκτου, μεταφέρθηκε στο ιερό από τους επαναπατρισμένους Μεσσήνιους το 369 π.Χ. Ο μεσσήνιος στρατηγός Αριστομένης θυσίασε κατά την παράδοση για τον Ιθωμάτα τριακόσιους αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων και τον βασιλιά των Λακεδαιμονίων Θεόπομπο (Κλήμης, Προτρεπτικός 36Ρ). Η ανθρωποθυσία αυτή φέρνει στο νου ανάλογες που γίνονταν για τον Λύκαιο Δία στην Αρκαδία. Προς τιμήν του Ιθωμάτα τελούνταν αγώνες, τα Ιθωμαία, των οποίων την οργάνωση αναλάμβαναν αγωνοθέτες. Χώρος τέλεσης τους ήταν το Στάδιο.