Δίον

Translate English Version

Δίον

Στους βόρειους πρόποδες του Ολύμπου, σε περιοχή που εξασφαλίζει τον απόλυτο έλεγχο της στενής διάβασης από τη Μακεδονία στη Θεσσαλία, δεσπόζει το Δίον. Άλλοτε σε απόσταση μόλις επτά σταδίων από τις ακτές του Θερμαϊκού, το Δίον υπήρξε η κατ' εξοχήν ιερή πόλη των Μακεδόνων. Τραγουδώντας ο Ησίοδος γύρω στο 700 π.Χ τον έρωτα του Δία για τη Θυία, την κόρη του προπάτορα των Ελλήνων Δευκαλίωνα, αναφέρει ότι αυτή έμεινε έγκυος και γέννησε δυο παιδιά, το Μάγνητα και το Μακεδόνα, που έζησαν στην Πιερία γύρω από τον Όλυμπο. Ο ιερός χώρος του Δία στην περιοχή αυτή ήταν το Δίον. Έφτασε σε μεγάλη ακμή κατα τους ελληνιστικούς χρόνους αλλά και στα ρωμαϊκά χρόνια, καθώς ήταν μια από τις πρωιμότερες αποικίες των Ρωμαίων στο μακεδονικό χώρο. Ωστόσο το Δίον, με περίμετρο τειχών 2550 μ. ούτε στα χρόνια του Θουκυδίδη ούτε, όμως, και πολύ αργότερα, στα ρωμαϊκά χρόνια, ξεπέρασε το επίπεδο ενός πολίσματος.

Για πρώτη φορά μαρτυρείται η ύπαρξη της πόλης του Δίου στο Θουκυδίδη, όταν εξιστορεί την πορεία του Σπαρτιάτη στρατηγού Βρασίδα από τη Θεσσαλία στη Μακεδονία το καλοκαίρι του 424 π.Χ. Αναλαμβάνοντας ο Αρχέλαος την εξουσία στη Μακεδονία (τέλος 5ου αι. π.Χ.) πρόσφερε σε λαμπρές τελετές θυσίες στον Ολύμπιο Δία. Oργάνωσε ακόμη στο Δίο προς τιμή του Ολυμπίου Διός και των Μουσών αθλητικούς και θεατρικούς αγώνες, τα "Ολύμπια τα εν Δίω", σε ισχύ ακόμη και γύρω στο 100 π.Χ., διάρκειας εννιά ημερών, σύμφωνα με το Διόδωρο και άλλους συγγραφείς. Είναι πιθανόν να παίχτηκαν εκεί οι τραγωδίες του Ευριπίδη "Αρχέλαος" και "Βάκχες", τις οποίες συνέθεσε στα τελευταία χρόνια της ζωής του στη μακεδονική αυλή. Ένας ακόμη αρχαίος συγγραφέας, ο Δίων ο Χρυσόστομος, αναφέρει ότι οι Φίλιππος και Αλέξανδρος πανηγύριζαν τις νίκες τους στο Δίον με μεγαλοπρεπείς θυσίες στο Δία και στις Μούσες. Στο Δίον γιόρτασε ο Φίλιππος Β' την άλωση και καταστροφή της Ολύνθου, πρωτεύουσας της Χαλκιδικής Συμμαχίας, και στο ίδιο μέρος ο Μέγας Αλέξανδρος επικαλέστηκε τη βοήθεια του ύψιστου των θεών, πραγματοποιώντας την πανηγυρική ετοιμασία της εκστρατείας του στην Ασία. Στο Δίον τοποθετήθηκε το περίφημο σύμπλεγμα του Λυσίππου, που έγινε με εντολή του Αλέξανδρου μετά τη μάχη του Γρανικού. Πρόκειται για τους χάλκινους ανδριάντες των 25 εταίρων που έπεσαν στη μάχη.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φιλίππου Ε΄ οι Αιτωλείς εισέβαλαν στην ιερή πόλη των Μακεδόνων, γεγονός που περιγράφει ο Πολύβιος. Ο στρατηγός Σκόπας κατέστρεψε τα τείχη της πόλης, το γυμνάσιο και πολλές οικίες και έβαλε φωτιά στο τέμενος του Ολυμπίου Διός. Η πόλη κατάφερε να ανασυγκροτηθεί, αλλά λίγο αργότερα, το 169 π.Χ., καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους και τον ύπατο Μ. Φίλιππο. Την πόλη θαύμασε και λεηλάτησε ο Κ. Κεκίλιος Μέτελλος μετά τη συντριβή της εξέγερσης του Ανδρίσκου (150 - 148 π.Χ.). 

Ίσως η πρώτη εγκατάσταση αποίκων (coloni) να συντελέστηκε το 43 π.Χ. και να οφείλεται σε ενέργειες του Βρούτου, είναι όμως βέβαιο ότι η μαζική μεταφορά Ρωμαίων στην πόλη και η ίδρυση της colonia είναι έργο του Αυγούστου, αμέσως μετά τη νίκη του στη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Παρά το γεγονός ότι τα λατινικά ήταν η επίσημη γλώσσα στο Δίον, οι ελληνικές επιγραφές υπερτερούν σε αριθμό και μαρτυρούν τόσο την υπεροχή του ντόπιου στοιχείου, όσο και τον ταχύ εξελληνισμό των Ρωμαίων κατοίκων της πόλης. Κατά τα παλαιοχριστιανικά χρόνια, η πόλη συρρικνώνεται και την κεντρική της περιοχή καταλαμβάνει παλαιοχριστιανική βασιλική του τέλους του 4ου αι. μ.Χ. Τη μετάβαση στη νέα θρησκεία μαρτυρούν οι δύο βασιλικές που κτίστηκαν πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης και μία τρίτη έξω από τα τείχη της. Τον 4ο αι. μ.Χ., ο Επίσκοπος του Δίου συμμετέχει στη Σύνοδο της Σερδικής και τον 5ο αι. μ.Χ. στη Σύνοδο της Εφέσου. Θύμα της εισβολής των Οστρογότθων, το Δίον δε θα επουλώσει ποτέ τις πληγές του. Οι πλημμύρες του ποταμού Βαφύρα, οι σεισμοί και ο χρόνος θα καλύψουν με λήθη την πόλη που εγκαταλείφτηκε κατά τον 5ο αι. μ.Χ. Οι κάτοικοι της μετοίκησαν σε ασφαλέστερες περιοχές στους πρόποδες του Ολύμπου.

Η ανασκαφική έρευνα στο Δίον ξεκίνησε το 1928 από τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γ. Σωτηριάδη, για να σταματήσει το 1931, αφού είχε επιτύχει να κατασκευαστεί το πρώτο κτίσμα για τη στέγαση των κινητών ευρημάτων. Έπειτα από διακοπή 30 χρόνων, η έρευνα στο χώρο άρχισε εκ νέου από τον καθηγητή Γ. Μπακαλάκη, με πρωταρχικό ανασκαφικό στόχο την αποκάλυψη του οχυρωματικού περιβόλου. Η τρίτη ανασκαφική περίοδος εγκαινιάζεται το 1973 από τον Δ. Παντερμαλή και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Οι ανασκαφές συνεχίζονται έως σήμερα, εντός και εκτός της πόλης του Δίου. Βέβαιο είναι ότι η έρευνα θα πρέπει να συνεχιστεί για πολλά χρόνια ακόμα, προκειμένου να αποκαλυφτεί το σύνολο της αρχαίας πόλης και τα ιερά. Αν και ο αρχαιολογικός χώρος του Δίου είναι αρκετά εκτεταμένος, η οργάνωσή του είναι σχεδόν υποδειγματική, καθώς προσφέρει στον επισκέπτη σαφείς διαδρομές για να περιηγηθεί ανάμεσα στα μνημεία.

Καλύπτοντας χώρο έκτασης 1.500 στρεμμάτων, ο αρχαιολογικός χώρος του Δίου αποτελείται από μια οχυρωμένη πόλη, έκτασης 360 στρεμμάτων, πλαισιωμένη από χώρους λατρείας που κατοικήθηκε χωρίς διακοπή από τα κλασικά ως τα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Σε επάλληλα ανασκαφικά στρώματα αποκαλύφτηκαν ιδιωτικές κατοικίες, δημόσια κτήρια, καταστήματα και πολλά εργαστήρια ενταγμένα σε οικοδομικά τετράγωνα που ορίζονται από δρόμους. Κτισμένη τον 2ο αιώνα π.Χ. πάνω σε επίπεδο έδαφος, η πόλη του Δίου βρισκόταν σε απόσταση περίπου 1,5 χιλ. από τη θάλασσα και μέσω του πλωτού τότε ποταμού Βαφύρα συνδεόταν με αυτή.

Το τειχισμένο τμήμα της πόλης, σχεδόν τετράγωνο κατασκευασμένο σύμφωνα με το ιπποδάμειο σύστημα, διέθετε υποδειγματική ρυμοτομία, χαρακτηριστική της τεχνογνωσίας της εποχής του Μ. Αλεξάνδρου. Τα έως σήμερα ανασκαφικά ευρήματα φυσικό είναι να ανάγονται στην πλειονότητα τους στους ρωμαϊκούς και στους μεταγενέστερους βυζαντινούς χρόνους: τόσο η μικρή επίχωση, όσο και η συνεχής κατοίκηση του χώρου εξαφάνισαν τα κατάλοιπα αρχαιότερων περιόδων, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Η σημερινή εικόνα του αρχαιολογικού χώρου ανταποκρίνεται κυρίως στη ρωμαϊκή περίοδο της πόλης.

Η κεντρική οδός, μήκους 670 μέτρων, που διασχίζει την πόλη από βόρεια προς νότια, πλακοστρωμένη στην αυτοκρατορική εποχή με μεγάλες πλάκες από κροκαλοπαγή λίθο, ανήκει ασφαλώς ως σχεδίαση στον κλασικό-ελληνιστικό πολεοδομικό ιστό. Σε αυτόν ίσως τον αρχικό κάναβο ανήκουν και οι δευτερεύουσες, κάθετες και παράλληλες προς την κύρια αρτηρία, οδοί, τμήμα ενός ιπποδάμειου πολεοδομικού σχεδίου. Στα οικοδομικά τετράγωνα (insulae) που σχηματίζονται, αποκαλύφτηκαν καταστήματα, πολυτελείς κατοικίες, δημόσιες θέρμες, εργαστήρια, βεσπασιανές. Κατασκευές του 2ου και του 3ου αιώνα μ.Χ. μαρτυρούν τον πλούτο και την ευμάρεια των κατοίκων της πόλης. Στη νότια παρυφή της αρχαίας πόλης βρίσκονται οι μεγάλες θέρμες, ένα εντυπωσιακό συγκρότημα κτηρίων που χρονολογείται στο 200 μ.Χ.

Στον ανατολικό τομέα ήρθε στο φως η έπαυλη του Διονύσου, που πήρε το όνομά της από τη μεγάλη ψηφιδωτή σύνθεση με παράσταση του θεού, που καλύπτει το δάπεδο της αίθουσας συμποσίων. Έξω από τα τείχη αποκαλύφτηκαν τα ιερά του Δίου, το ελληνιστικό και το ρωμαϊκό θέατρο και το στάδιο. Η πεδινή διαμόρφωση του εδάφους υπαγόρευσε ασφαλώς το κανονικό σχήμα της πόλης (τετράγωνο), δεν αποκλείεται όμως τόσο στη ρυμοτομία, όσο και στην οχύρωση του Δίου να εφαρμόστηκε, όπως υποστηρίχτηκε, η εμπειρία που αποκόμισαν οι πολεοδόμοι της εποχής από τις νέες πόλεις που ίδρυσαν ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοι του στις χώρες της Ασίας.

Ανάμεσα στους θεούς που λατρεύονταν στο Δίον κυρίαρχη θέση κατείχε ο Ολύμπιος Δίας, από τον οποίο πήρε το όνομά της η πόλη. Στο τέμενος του θεού βρέθηκαν λίθινες στήλες με κείμενα που αναφέρονταν σε συνθήκες συμμαχίας, διακανονισμούς συνόρων, τιμητικά ψηφίσματα κ.ά. Το ιερό της Δήμητρας που βρίσκεται στα νότια, λίγο έξω από τα τείχη και την πύλη του κεντρικού δρόμου της πόλης, είναι το παλαιότερο μακεδονικό ιερό που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Η ζωή του ήταν συνεχής από το τέλος του 6ου αι. π.Χ. έως τις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. Ανατολικά του ιερού της Δήμητρας αποκαλύφτηκε ιερό αφιερωμένο στη λατρεία των αιγύπτιων θεών, του Σάραπη, της Ίσιδας και του Άνουβη. Στο ίδιο ιερό υπάρχει μικρός ναΐσκος της Αφροδίτης Υπολυμπιδίας (της Αφροδίτης που λατρευόταν κάτω από τον Όλυμπο). Το ελληνιστικό θέατρο του Δίου βρίσκεται έξω από τα τείχη και κατασκευάστηκε στα χρόνια του Φιλίππου Ε' (221 - 179 π.Χ.). Το ρωμαϊκό θέατρο εντοπίστηκε νοτιοανατολικά του ελληνιστικού και χρονολογείται στο 2ο αι. μ.Χ. Το νεκροταφείο του Δίου απλώνεται κυρίως νότια και ανατολικά της πόλης. Τα ταφικά μνημεία χρονολογούνται από τον 5ο αι. π.Χ. έως τον 5ο αι. μ.Χ.

Τα Μνημεία του Χώρου:

1. Ιερό Ολυμπίου Διός

Η λατρεία του Ολυμπίου Διός υπήρξε αρκετά σημαντική για τους Μακεδόνες. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το τέμενος του Διός στο Δίον βρίσκεται κοντά στο ρωμαϊκό θέατρο. Δυο επιγραφές που βρέθηκαν εκεί οδηγούν στην τάυτιση του ιερού χώρου. Η πρώτη αποτελεί μια επιστολή του Φιλίππου Ε΄, με την οποία διευθέτησε τα σύνορα ανάμεσα στους Δημητριείς και τους Φεραίους στη Θεσσαλία. Η δέυτερη επιγραφή είναι ένα ψήφισμα της πόλης του Δίου, το οποίο χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Και στις δυο αυτές επιγραφικές μαρτυρίες αναφέρεται ρητά ότι έπρεπε να τοποθετηθούν στο ιερό του Ολυμπίου Διός.

Στον τομέα αυτό έχουν αποκαλυφθεί κτίσματα που σχετίζονται με τη λατρεία, ένας τοίχος μήκους περισσότερο από 100 μ. εικάζεται ότι είναι ο περίβολος του τεμένους, θραύσματα γλυπτών, ανάγλυφο που εικονίζει τον Δία και δύο επιγραφές που αποδεικνύουν ότι πρόκειται για ιερό αφιερωμένο στη λατρεία του Διός. Τα κτίσματα που έχουν έρθει στο φως ανήκουν χρονολογικά σε διάφορες περιόδους της ελληνιστικής εποχής. Τμήματα κιόνων βεβαιώνουν την ύπαρξη ενός κτηρίου με μνημειακό χαρακτήρα, δωρικού ρυθμού.

Υπάρχουν επιγραφικές μαρτυρίες ότι το Ιερό του Διός στο Δίον ήταν εξαιρετικά σημαντικός χώρος για το μακεδονικό βασίλειο, καθώς εκεί δημοσιεύονταν σε λίθινες στήλες σημαντικά κείμενα. Επίσης στο ιερό ήταν στημένα τα αγάλματα των Μακεδόνων βασιλέων. Στο χώρο δεν έχουν γίνει ως τώρα μεγάλης έκτασης ανασκαφές. Η έρευνα συνεχίζεται πιο συστηματικά τα τελευταία χρόνια.

2. Ιερό Δήμητρας

Ένα από τα σημαντικά ιερά που υπήρχαν στο Δίο και το παλιότερο ήταν αυτό της Δήμητρας. Λίγο έξω από τα τείχη και την πύλη του κεντρικού δρόμου εντοπίστηκαν δύο διθάλαμα κτίρια, με πρόσοψη στην ανατολή και διαστάσεις 11 x 7 μ. Κατά τη διάρκεια των ερευνών βρέθηκε μαρμάρινη κεφαλή, η οποία τυπολογικά παρέπεμπε στη θεά Δήμητρα και ανάγεται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Το γεγονός ότι επρόκειτο για Ιερό αφιερωμένο στη Δήμητρα, επιβεβαίωσε και η εύρεση σχετικής αναθηματικής επιγραφής. Οι δίδυμοι ναοί κτίστηκαν προκειμένου να αντικαταστήσουν δύο παλαιότερους ναούς του ύστερου 6ου αιώνα π.Χ., τα θεμέλια των οποίων είναι ορατά πίσω από τους νεότερους ναούς. Οι αρχαϊκοί αυτοί ναοί έχουν τη μορφή του μεγάρου και είναι κατασκευασμένα από καλοβαλμένες πέτρες και ωμές πλίνθους. Διέθεταν στο εσωτερικό τους ξύλινα θρανία, όπου οι πιστοί απόθεταν τα διάφορα αφιερώματα. 

Στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. αντικαταστάθηκαν τα δύο μεγαροειδή κτίσματα από δύο ναούς εν παραστάσι, δωρικού ρυθμού. Στο εσωτερικό τους υπήρχαν βάσεις για τα λατρευτικά αγάλματα. Σε μια από αυτές τις βάσεις βρέθηκε το μαρμάρινο κεφάλι της θεάς Δήμητρας. Πρόκειται για γλυπτό που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. και επιβεβαιώνει, ότι το ιερό ήταν αφιερωμένο σ΄αυτήν. Για τις θυσίες κατασκευάστηκαν βωμοί στα ανατολικά του ιερού. Τα δύο αυτά κτήρια του 4ου αιώνα π.Χ. αποτελούσαν τον πυρήνα του συγκροτήματος, το οποίο πλαισιωνόταν από μικρότερους μονοθάλαμους «οίκους» λατρείας των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων. Οι ναΐσκοι διέθεταν λατρευτικό άγαλμα και λίθινα τραπέζια μπροστά από αυτό, όπου εναποθέτονταν πιθανόν οι πρώτοι καρποί της συγκομιδής. 

Το Ιερό της Δήμητρας στο Δίον είναι το παλαιότερο γνωστό σήμερα μακεδονικό Ιερό, η ζωή του οποίου υπήρξε συνεχής ως τις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ.

3. Ιερό Ίσιδας

Το τέμενος ήταν αφιερωμένο στη λατρεία της Ίσιδος Λοχίας, όπως μαρτυρούν ενεπίγραφα βάθρα στα σκαλοπάτια ενός από τους τέσσερις ναούς που συνιστούν το Ιερό. Ο κεντρικός ναός, αφιερωμένος στην Ίσιδα, διέθετε προθάλαμο και σηκό και ήταν κτισμένος πάνω σε υψηλό πόδιο. Η αρχιτεκτονική του ναού συνηγορεί στη χρονολόγησή του στα χρόνια των Σεβήρων. Ο κτιστός βωμός του ναού βρέθηκε ακέραιος, περιστοιχισμένος από αναθήματα. 

Βόρεια του κεντρικού ναού βρέθηκε μικρότερος ναός, αφιερωμένος στη λατρεία της Αφροδίτης Υπολυμπιδίας, δηλαδή στη θεά που λατρευόταν στις υπώρειες του Ολύμπου. Το κτίριο είναι μονοθάλαμο και διέθετε δεξαμενή στη θέση του δαπέδου, το νερό της οποίας ερχόταν από αγωγό κάτω από την κόγχη του λατρευτικού αγάλματος. 

Νότια του κεντρικού ναού αποκαλύφθηκε αντίστοιχο κτίσμα, η λατρεία του οποίου όμως δεν είναι δυνατό να ταυτιστεί. Είναι διθάλαμο με προθάλαμο και σηκό. Κατά τη διάρκεια της έρευνας βρέθηκε εκεί άγαλμα του Έρωτα, ελληνιστικών χρόνων. 

Ενώ οι τρεις ναοί ανήκουν στο ίδιο αρχιτεκτονικό σχέδιο, ο τέταρτος που βρέθηκε στα νότια, κατασκευάστηκε αργότερα, όπως υποδεικνύουν οι διαφορές στην τοιχοδομία, αλλά και η τοποθέτησή του εκτός της οικοδομικής γραμμής των υπολοίπων κτιρίων. Ο τέταρτος ναός ήταν αφιερωμένος στη λατρεία της Ίσιδος Τύχης, σύμφωνα με το άγαλμα και την επιγραφή στο βωμό. Στο μέσο του κτίσματος βρισκόταν μια κτιστή λεκάνη, το νερό της οποίας ανάβλυζε από τον πυθμένα της και δε διοχετευόταν από αγωγό. Επρόκειτο για μια ιερή πηγή, η οποία στεγάστηκε από το κτίσμα. 

Το Ιερό που καταστράφηκε από φυσικά αίτια (πλημμύρες, σεισμοί) θεωρείται σημαντικό, όχι μόνο γιατί διατηρήθηκε το μεγαλύτερο μέρος των αναθημάτων και των λατρευτικών αγαλμάτων, αλλά και γιατί η λατρεία της Ανατολίτισσας θεάς έγινε ανεκτή παρά τη μετάβαση στη νέα θρησκεία, καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι λειτουργούσε ως και τα πρώιμα χριστιανικά χρόνια.

4. Μεγάλες Θέρμες
 
Οι μεγάλες Θέρμες, τα δημόσια δηλαδή λουτρά του Δίου, στα νότια της πόλης, προφυλαγμένες από τους βοριάδες και σε άμεση επικοινωνία με την κεντρική λεωφόρο, υποδέχονταν τον επισκέπτη που έμπαινε, όπως και σήμερα, στην πόλη από τη νότια πύλη. Κτίστηκαν γύρω στο 200 μ.Χ., για να αποτελέσουν όχι απλά ένα μεμονωμένο λουτρικό οικοδόμημα, αλλά ένα συγκρότημα που θα λειτουργούσε ως νέος πυρήνας της δημόσιας ζωής.

Αποτελούνταν από ένα ευρύχωρο αίθριο στο κέντρο, το οποίο περιβαλλόταν από καταστήματα και εργαστήρια, δημόσιες τουαλέτες, χώρους αναψυχής και λατρείας, καθώς και ένα μικρό θεατρικό κτίσμα. Η αυλή των θερμών λειτουργούσε και ως χώρος άθλησης, ενώ το ωδείο ήταν χώρος τέλεσης καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων.

Το κυρίως κτίριο, στο οποίο κανείς έφτανε, αφού διέσχιζε την υπαίθρια αυλή, και αφού άφηνε στα δεξιά του το ωδείο, διέθετε πισίνες, αποδυτήρια, χώρους θερμαινόμενου και ψυχρού νερού, αίθουσες ανάπαυσης, δωμάτια εφίδρωσης και μάλαξης. Πυκνό δίκτυο υδροδότησης και αποχέτευσης διέτρεχε το υπέδαφος και ένα επιτηδευμένο σύστημα υποκαύστων εξασφάλιζε την απαραίτητη θερμότητα στους χώρους που την χρειαζόταν.

Στη βόρεια πτέρυγα του συγκροτήματος βρέθηκε ένα μοναδικό σύνολο γλυπτών, μαρμάρινα αγάλματα του κύκλου του Ασκληπιού, το οποίο δίνει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στις θέρμες του Δίου, καθώς τονίζεται η θεραπευτική ιδιότητα του νερού. Τα ψηφιδωτά δάπεδα, τα μαρμαροθετήματα στα δάπεδα και τα αγάλματα θεοτήτων και νυμφών, στημένα κάποτε σε διακοσμητικές κόγχες, προσέδιδαν στους χώρους των θερμών πολυτέλεια και μνημειακό χαρακτήρα.

5. Έπαυλη του Διονύσου

Η μεγάλη "έπαυλη του Διονύσου", όπως ονομάστηκε από το έξοχο ψηφιδωτό με παράσταση από τη ζωή του θεού του κρασιού, που στολίζει το δάπεδο του κεντρικού δωματίου, κτίσμα του 200 μ.Χ., αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κτιριακά συγκροτήματα το αρχαίου Δίου. Βρίσκεται κατά μήκος μιας από τις δευτερεύουσες οδούς που διέσχιζαν τον ανατολικό τομέα της πόλης, πίσω από μια σειρά καταστημάτων και εργαστηρίων και δίπλα σε ένα λουτρικό οικοδόμημα, τα δάπεδα του οποίου είναι στρωμένα με μεγάλες ψηφίδες, μια αυλή με ιωνικό περιστύλιο και πηγάδι οδηγούσε προς ανατολάς στην τραπεζαρία της μεγάλης οικίας, το tablinum των Ρωμαίων. Ακολουθούσαν μικρότερα σε διαστάσεις δωμάτια, από τα οποία το ένα με ημικυκλική κόγχη, όπου και άγαλμα του Διονύσου με κέρας στο αριστερό χέρι, και δάπεδο με ψηφίδες σε γεωμετρικά σχήματα, θα πρέπει να ήταν αφιερωμένο στη λατρεία του θεού.

Ο χώρος, ωστόσο, που θα πρέπει να αποτελούσε και τον λαμπρότερο του όλου οικοδομικού συνόλου, ήταν μια σχεδόν τετράγωνη στην κάτοψή της αίθουσα συμποσίου, εμβαδού 100 τ.μ. περίπου, το δάπεδο της οποίας καλύπτεται από πολύχρωμο ψηφιδωτό με σκηνές από τον Διονυσιακό κύκλο: το κέντρο του χώρου καταλαμβάνει ένας μεγάλος πίνακας, πλαισιωμένος από μικρότερους σε κάθε πλευρά. Μια ταινία με σπειρομαίανδρο χωρίζει τους "ζωγραφικούς" αυτούς πίνακες σε δύο τμήματα: στο χώρο όπου ήταν τοποθετημένες οι κλίνες των συμποσιαστών και διακρινόταν από μια πλατιά λωρίδα με αβακωτό κόσμημα που περιέτρεχε τους τοίχους και στο υπόλοιπο της αίθουσας που ήταν ελεύθερο από έπιπλα. Το θέμα της κεντρικής παράστασης επιβλητικό και επικό, αποδοσμένο ωστόσο με μια εκζήτηση, παρόλη τη ζωγραφική διάθεση που το διακρίνει, είναι ο θρίαμβος του Διονύσου: ο θεός κατενώπιον, γυμνός σε άρμα που το σέρνουν θαλάσσιοι πάνθηρες, κρατάει στο υψωμένο του δεξί χέρι ρυτό και στο αριστερό θύρσο. Δίπλα του, εκστατικός από το δέος, στέκεται ένας παπποσειληνός με μαλλωτό χιτώνα και πορφυρό ιματίδιο. Τους πάνθηρες οδηγούν με χαλινάρια δυο θαλάσσιοι κένταυροι, που φέρουν στους ώμους ο καθένας από ένα μεγάλο αγγείο. Το λευκό χρώμα των ψηφίδων του εδάφους, πάνω στο οποίο εκτυλίσσεται η σκηνή, σε αντίθεση με το ιώδες βαθυγάλανο των κυμάτων, προσδίδει στις μορφές ένα μνημειακό μέγεθος και δίνει την εντύπωση ενός ζωγραφικού έργου. Στους πίνακες, που ανά τρεις, περιβάλλουν την κεντρική παράσταση, απεικονίζονται θεατρικές μάσκες.

Στην αρχική οικοσκευή της αίθουσας θα πρέπει να ανήκουν χάλκινα εξαρτήματα κλινών. Στη διακόσμηση της αίθουσας γενικότερα απέβλεπαν εικονιστικά αγάλματα μελών του αυτοκρατορικού οίκου, θεοτήτων αλλά και ιδιωτών, που βρέθηκαν σε χώρους της. Η ζωή στην έπαυλη πήρε ξαφνικό τέλος, όταν πυρκαγιά, ίσως αποτέλεσμα σεισμού, σάρωσε το κτίριο και μετέβαλε τα πάντα σε ερείπια.

6. Ελληνιστικό Θέατρο

Στα νότια της πόλης του Δίου, έξω από τα όριά της και δυτικά του ιερού της Δήμητρας βρίσκεται το αρχαίο θέατρο. Η κατασκευή του τοποθετείται στην ελληνιστική εποχή, πιθανότατα στα χρόνια της βασιλείας του Φιλίππου Ε΄ (221-179 π.Χ.).

Το θέατρο είναι κτισμένο στην πλαγιά χαμηλού φυσικού λόφου και έχει προσανατολισμό βορειανατολικό, τον πιο ενδεδειγμένο για τον καλό αερισμό του χώρου, όπως επεσήμανε αργότερα ο Βιτρούβιος. Ο αρχιτέκτων του μνημείου, εκμεταλλευόμενος τη μορφολογία του εδάφους, διαμόρφωσε κατάλληλα το χώρο με μερική αποχωμάτωση και τεχνητή επίχωση, με αποτέλεσμα το έργο του να είναι επίτευγμα προσωπικής επέμβασης και, μάλιστα, από τις επιτυχέστερες στο είδος της. Η ορχήστρα, με διάμετρο περίπου 26 μ., ορίζεται από ακάλυπτο πέτρινο αποχετευτικό αγωγό και είχε δάπεδο από πατημένο χώμα. Στον άξονα του θεάτρου και μέσα στην ορχήστρα ένας υπόγειος διάδρομος με δύο θαλάμους, ένα σε κάθε άκρο, ταυτίζεται ασφαλώς με τη "χαρώνεια κλίμακα" των αρχαίων, το σημείο, δηλαδή, από όπου εμφανίζονταν οι ηθοποιοί που υποδύονταν πρόσωπα του Κάτω Κόσμου. Το κοίλο, χωρίς αναλημματικό τοίχο στα άκρα του, διαμορφωμένο σε χαλικόστρωτα πρανή που σβήνουν ομαλά στις παρόδους, διέθετε εδώλια από πήλινες πλίνθους, μια ιδιαιτερότητα που δεν συναντάται σε κανένα άλλο αρχαίο θέατρο. Είναι πολύ πιθανό κατά την ελληνιστική εποχή, επάνω στην τελευταία στρώση πλίνθων να υπήρχε και μαρμάρινη επικάλυψη. Αντίθετα από το κοίλο, η κατασκευή του σκηνικού οικοδομήματος (σκηνή, προσκήνιο, και παρασκήνια) ήταν περισσότερο προσεγμένη: οι τοίχοι της σκηνής, από ένα ύψος και μετά, καθώς και το προσκήνιο, που επιστεγαζόταν με δωρικό θριγκό, ήταν κατασκευασμένα με μάρμαρο. Η κεράμωση ήταν λακωνικού τύπου. Ανασκαφικές παρατηρήσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το θέατρο μάλλον εγκαταλείφθηκε μετά το 168 π.Χ., λειτούργησε υποτυπωδώς μέχρι τα πρώιμα αυτοκρατορικά χρόνια και μάλλον αχρηστεύθηκε πλήρως με την ανέγερση ρωμαϊκών θεάτρων στο χώρο.

Το ελληνιστικό θέατρο αναγνωρίσθηκε από τον W.M. Leake το 1806 και άρχισε να ανασκάπτεται συστηματικά από το 1970.

7. Ρωμαϊκό Θέατρο

Το ρωμαϊκό θέατρο του Δίου βρίσκεται σε μικρή απόσταση νοτιοανατολικά του ελληνιστικού θεάτρου, έξω από τα όρια της πόλης. Χρονολογείται στο 2ο αι. μ.Χ. και πιθανότατα αντικατέστησε το παλαιότερο, που μετά το 168 π.Χ. φαίνεται ότι υπολειτουργούσε.

Έχει κατασκευασθεί σε επίπεδο έδαφος με προσανατολισμό στην ανατολή και ήταν μικρότερο σε διαστάσεις από το ελληνιστικό. Συγγενικό σε μορφή με τα αντίστοιχα θέατρα της Κορίνθου και των Πατρών, διέθετε κοίλο με ακτίνα 16,45 μ., ορχήστρα διαμέτρου 10,70 μ., σκηνή και προσκήνιο. Το κοίλο, που χωριζόταν σε τέσσερις πτέρυγες από τρεις στενές κλίμακες, οριζόταν εξωτερικά από ψηλό κτιστό ημικυκλικό τοίχο. Οι κερκίδες πατούσαν στις οροφές ένδεκα καμαροσκέπαστων, ακτινωτά διατεταγμένων, σφηνοειδών χώρων, οι οποίοι, εκτός από τους ακραίους που επικοινωνούσαν με τις παρόδους, ήταν ανοιχτοί προς τον ημικυκλικό διάδρομο που περιέτρεχε εσωτερικά τον εξωτερικό τοίχο. Το θέατρο πρέπει να διέθετε 24 σειρές εδωλίων, από τα οποία σήμερα σώζονται ελάχιστα. Το σκηνικό οικοδόμημα ήταν ανεξάρτητο από το κοίλο και πλούσια κοσμημένο με πολύτιμη ορθομαρμάρωση και γλυπτό διάκοσμο, δυστυχώς, όμως, στη μεγαλύτερή του έκταση έχει καταστραφεί από τα αναβλύζοντα ύδατα. Τουλάχιστον σε τέσσερα σημεία του κοίλου και της σκηνής έγιναν μετασκευές, που χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. μ.Χ., με βάση νομίσματα, που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή. Οι επεμβάσεις αυτές ίσως να οφείλονται σε κατακρήμνιση τμημάτων του θεάτρου λόγω σεισμών ή σε μερική αλλαγή της χρήσης του.

8. Μακεδονικοί τάφοι

Τα νεκροταφεία του Δίου, εκτείνονται βόρεια και δυτικά της πόλης και η περίοδος χρήσης τους καλύπτει το διάστημα από τα μέσα περίπου του 5ου αι. π.Χ. ως τις αρχές του 5ου αι. μ.Χ. Τάφοι καλυβίτες σε περιβόλους από ξερολιθιά, ανάγλυφες στήλες, επιτύμβιοι βωμοί αποτελούν τα μνημεία εκείνα που μαρτυρούν τη φροντίδα των κατοίκων προς τους νεκρούς τους. Ωστόσο, τα επιβλητικότερα κατασκευάσματα της κατηγορίας των ταφικών κτισμάτων συνιστούν οι "μακεδονικοί" τάφοι, που κατά καιρούς ήρθαν στο φως - το συχνότερο συλημένοι - από το 1929 και το εξής.

Μακεδονικός τάφος Ι : Βρέθηκε σε μικρή απόσταση από το δυτικό τείχος της πόλης και ήταν ο πρώτος τάφος που ανασκάφτηκε, το 1929. Διθάλαμος, με δωρική πρόσοψη, το θυραίο άνοιγμα της οποίας έφραζαν πέντε επάλληλα τοποθετημένοι λαξευμένοι πωρόλιθοι. Διέθετε ιωνικό προθάλαμο και καμαροσκέπαστο νεκρικό θάλαμο. Στη μέση του θαλάμου βρέθηκε μεγάλη μαρμάρινη νεκρική κλίνη, η φαρδύτερη που έχει βρεθεί, με ζωγραφιστά γεωμετρικά θέματα, ανθέμια και παράσταση ιππομαχίας.

Μακεδονικός τάφος ΙΙ : Βρέθηκε το 1953 στο χωριό Καρίτσα, βόρεια της αρχαίας πόλης, και ανασκάφτηκε δύο χρόνια μετά. Πρόκειται για μονόχωρο υπόγειο κτίσμα με επιχρισμένη πρόσοψη και αέτωμα με ακρωτήρια στις γωνίες του. Πάνω στη λίθινη κλίνη του θαλάμου διατηρήθηκαν οστά νεαρού ατόμου, πιθανώς κοριτσιού.

Μακεδονικός τάφος ΙΙΙ : Ο τρίτος μακεδονικός τάφος βρέθηκε κοντά στον τάφο Ι το 1955 και ανασκάφτηκε τον επόμενο χρόνο. Είναι μονοθάλαμος με ένα γιγαντιαίο υπέρθυρο στο θυραίο άνοιγμα που φραζόταν από τρεις επάλληλα τοποθετημένους λίθινους γωνιόλιθους. Στο εσωτερικό του υπήρχε κτιστή κλίνη και τρία βάθρα, πιθανώς προορισμένα για άλλες ταφές.

Μακεδονικός τάφος IV : Δυτικά της Καρίτσας και κάτω από τεχνητό χωμάτινο τύμβο, ο μονοθάλαμος τάφος, που ανασκάφηκε το 1980, παρουσίαζε μια ιδιομορφία, γνωστή κυρίως από αντίστοιχα μνημεία στην ανατολική Μακεδονία και Θράκη: διέθετε κτιστό δρόμο. Τα θυρόφυλλα της εισόδου από γκριζωπό μάρμαρο, κάτω από το αέτωμα της επιχρισμένης πρόσοψης, οδηγούσαν στο νεκρικό θάλαμο, όπου δε βρέθηκε η κλίνη, η οποία πιθανώς ήταν ξύλινη. Κατασκευάστηκε γύρω στο 200 π.Χ.