
Μυκήνες
Οι «Πολύχρυσες Μυκήνες», το βασίλειο του μυθικού Αγαμέμνονα, που πρώτος ύμνησε ο Όμηρος στα έπη του, είναι το σημαντικότερο και πλουσιότερο ανακτορικό κέντρο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα. Το όνομά τους έχει δοθεί σε έναν από τους λαμπρότερους πολιτισμούς της ελληνικής προϊστορίας, το μυκηναϊκό, και οι μύθοι που συνδέονται με την ιστορία τους διαπέρασαν τους αιώνες με τα ομηρικά έπη και τις μεγάλες τραγωδίες της κλασικής εποχής, ενώ ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν παγκοσμίως την πνευματική δημιουργία και την τέχνη. Η μυθική παράδοση φέρει ως ιδρυτή των Μυκηνών τον Περσέα, γιο του Δία και της Δανάης, της κόρης του Ακρισίου, του βασιλιά του Άργους, απόγονου του Δαναού. Ο Παυσανίας (2.16.3) αναφέρει ότι ο Περσέας ονόμασε τη νέα πόλη Μυκήνες είτε επειδή εκεί έπεσε ο μύκης του ξίφους του είτε επειδή εκεί αποκαλύφθηκε μία πηγή με άφθονο νερό, η Περσεία πηγή, κάτω από τη ρίζα ενός «μύκητος», δηλαδή ενός μανιταριού. Σύμφωνα με το μύθο, οι απόγονοι του Περσέα βασίλεψαν στις Μυκήνες για τρεις γενιές, με τελευταίο τον Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε χωρίς να αφήσει απογόνους, και έτσι οι κάτοικοι των Μυκηνών επέλεξαν ως βασιλιά τους τον Ατρέα, γιο του Πέλοπα και πατέρα του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου.
Οι Μυκήνες ιδρύθηκαν ανάμεσα σε δύο ψηλούς κωνικούς λόφους, τον Προφήτη Ηλία (805 μ.) και τη Σάρα (660 μ.), πάνω σε χαμηλό ύψωμα που δέσποζε στην αργολική πεδιάδα και είχε τον έλεγχο των οδικών και θαλάσσιων επικοινωνιών. Η παλαιότερη ανθρώπινη δραστηριότητα στο χώρο τεκμηριώνεται από ελάχιστα κατάλοιπα λόγω των μεταγενέστερων οικοδομικών φάσεων και χρονολογείται στην 7η χιλιετία π.Χ., κατά τη νεολιθική εποχή. Η κατοίκηση ήταν συνεχής έως και τους ιστορικούς χρόνους, τα περισσότερα όμως μνημεία, που είναι ορατά σήμερα, ανήκουν στην εποχή ακμής του χώρου, την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, μεταξύ του 1350 και του 1200 π.Χ. Στις αρχές της 2ης χιλιετίας υπήρχε ένας μικρός οικισμός πάνω στο λόφο καθώς και ένα νεκροταφείο στη νοτιοδυτική του πλευρά, με απλές ταφές σε λάκκους. Γύρω στο 1700 π.Χ. εμφανίσθηκαν ηγεμονικές και αριστοκρατικές οικογένειες, όπως διαπιστώνεται από τη χρήση μνημειωδών τάφων, πλούσια κτερισμένων και περικλεισμένων σε λίθινο περίβολο, που ονομάσθηκε Ταφικός Κύκλος Β. Η εξέλιξη αυτή συνεχίσθηκε στην αρχή της μυκηναϊκής περιόδου, γύρω στο 1600 π.Χ., οπότε οικοδομήθηκε ένα μεγάλο κεντρικό κτήριο στην κορυφή του λόφου, ένας δεύτερος λίθινος περίβολος, ο Ταφικός Κύκλος Α, καθώς και οι πρώτοι θολωτοί τάφοι. Όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα, οι ηγεμόνες των Μυκηνών ήταν ισχυροί και συμμετείχαν σε ένα πολύπλοκο δίκτυο εμπορικών συναλλαγών με τις χώρες της Μεσογείου.
Η ανοικοδόμηση των ανακτόρων, που είναι ορατά σήμερα, άρχισε γύρω στο 1350 π.Χ., στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ2 περίοδο. Τότε ξεκίνησε και η οχύρωση της ακρόπολης, στην οποία διακρίνονται τρεις φάσεις. Ο πρώτος περίβολος κτίσθηκε με το κυκλώπειο σύστημα επάνω στο βράχο. Εκατό χρόνια αργότερα, στην ΥΕ ΙΙΙΒ1 περίοδο, η οχύρωση μετακινήθηκε προς τα δυτικά και νότια και κτίσθηκε η Πύλη των Λεόντων, η μνημειακή είσοδος με τον προμαχώνα της. Στον τειχισμένο χώρο εντάχθηκαν το θρησκευτικό κέντρο και ο Ταφικός Κύκλος Α, που διαμορφώθηκε σε χώρο προγονολατρείας, με την ανύψωση του αρχικού επιπέδου του. Τότε είναι πιθανό ότι οικοδομήθηκε και ο θολωτός τάφος γνωστός ως «θησαυρός του Ατρέα», με τα τεράστια υπέρθυρα και την ψηλή κυψελοειδή θόλο. Γύρω στο 1200 π.Χ., στην ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ περίοδο, μετά από εκτεταμένη καταστροφή, πιθανόν από σεισμό, κατασκευάσθηκε η επέκταση των τειχών προς τα βορειοανατολικά του λόφου ώστε να ενταχθεί στον τειχισμένο χώρο η υπόγεια κρήνη. Αλλεπάλληλες καταστροφές συνοδευόμενες από πυρκαγιές οδήγησαν στην οριστική εγκατάλειψη του χώρου γύρω στο 1100 π.Χ.
Μετά την κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος και τη διάλυση της «Μυκηναϊκής Κοινής», ο λόφος παρέμεινε πενιχρά κατοικημένος ως την κλασική περίοδο. Στο διάστημα αυτό δημιουργήθηκαν στην περιοχή τοπικές ηρωικές λατρείες, που οφείλονταν στη φήμη των Μυκηνών, που τα ομηρικά έπη μετέφεραν σε όλο τον ελληνικό κόσμο, ενώ στην κορυφή του λόφου ιδρύθηκε ένας αρχαϊκός ναός αφιερωμένος στην Ήρα ή στην Αθηνά. Το 468 π.Χ., μετά τους μηδικούς πολέμους στους οποίους συμμετείχε η πόλη, το Άργος την κατέκτησε και κατεδάφισε τμήματα της οχύρωσής της. Αργότερα, κατά την ελληνιστική περίοδο, οι Αργίτες ίδρυσαν στο λόφο μία «κώμη», επισκευάζοντας τα προϊστορικά τείχη και τον αρχαϊκό ναό και κτίζοντας ένα μικρό θέατρο πάνω από το δρόμο του θολωτού τάφου της Κλυταιμνήστρας. Τους επόμενους αιώνες η κωμόπολη παρέμεινε σχεδόν εγκαταλελειμμένη και ήταν ήδη ερειπωμένη όταν την επισκέφθηκε ο Παυσανίας το 2ο αι. μ.Χ.
Τα κυκλώπεια τείχη της μυκηναϊκής ακρόπολης, όμως, παρέμεναν ορατά στο πέρασμα των αιώνων και αποτέλεσαν πόλο έλξης πολλών περιηγητών και αρχαιοφίλων, που δεν δίστασαν να λεηλατήσουν το χώρο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, επωφλούμενοι από την αδιαφορία και τη φιλαργυρία των Τούρκων. Το 1837, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, οι Μυκήνες τέθηκαν υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, η οποία μέχρι σήμερα πραγματοποιεί έρευνες στο χώρο. Το 1941 ο αντιπρόσωπός της, Κ. Πιττάκης, καθάρισε την Πύλη των Λεόντων και το 1876 ο Ερρίκος Σλήμαν, ύστερα από μικρές δοκιμαστικές τομές το 1874, ξεκίνησε τη μεγάλη του ανασκαφή, που αποκάλυψε τους πέντε τάφους του Ταφικού Κύκλου Α, υπό την επίβλεψη του Π. Σταματάκη, ο οποίος συνέχισε τις εργασίες το διάστημα 1876-1877, αποκαλύπτοντας και τον έκτο τάφο. Στη συνέχεια, ανασκαφές στα ανάκτορα και στα νεκροταφεία πραγματοποίησαν οι Χ. Τσούντας (1884-1902), Δ. Ευαγγελίδης (1909), G. Rosenwaldt (1911), Α. Κεραμόπουλος (1917), και A.J.B. Wace (1920-1923, 1939, 1950-1957). Παράλληλα, οι Ι. Παπαδημητρίου και Γ. Μυλωνάς της Αρχαιολογικής Εταιρείας ανέσκαψαν τον Ταφικό Κύκλο Β και οικίες, κατά τα έτη 1952-1955, ενώ ο Γ. Μυλωνάς μαζί με το Ν. Βερδελή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ανέσκαψαν τμήματα του οικισμού. Οι ανασκαφές της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, υπό την επίβλεψη του λόρδου W. Taylour αποκάλυψαν το θρησκευτικό κέντρο, ενώ έρευνες συνεχίσθηκαν και από την Αρχαιολογική Εταιρεία με το Γ. Μυλωνά και το Σπ. Ιακωβίδη το 1959 και 1969-1974. Αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν το 1950-1955 από τον Α. Ορλάνδο και τον Ε. Στίκα στο θολωτό τάφο της Κλυταιμνήστρας, στο ανάκτορο, στο χώρο γύρω από την Πύλη των Λεόντων και στον Ταφικό Κύκλο Β. Από το 1998 βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο «Συντήρηση-Στερέωση-Ανάδειξη των Μνημείων της Ακροπόλεως Μυκηνών και του Ευρύτερου Περιβάλλοντος Χώρου», το οποίο ανέλαβε αρχικά η Ομάδα Εργασίας Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου και στη συνέχεια η Επιτροπή Μυκηνών, που δημιουργήθηκε το 1999 από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Ο αρχαιολογικός χώρος των Μυκηνών περιλαμβάνει την τειχισμένη ακρόπολη στην κορυφή του υψώματος, καθώς και διάσπαρτα ταφικά και οικιστικά συγκροτήματα έξω από αυτήν, κυρίως στα δυτικά και νοτιοδυτικά. Τα περισσότερα από τα μνημεία, που είναι σήμερα ορατά, χρονολογούνται στην περίοδο της μεγάλης ακμής του ανακτορικού κέντρου, από το 1350 έως το 1200 π.Χ.
Η ακρόπολη έχει κάτοψη σχεδόν τριγωνική και είναι οχυρωμένη με τα λεγόμενα κυκλώπεια τείχη. Η κύρια είσοδός της, στη βορειοδυτική γωνία των τειχών, είναι η περίφημη Πύλη των Λεόντων, σύμβολο εξουσίας και δύναμης των Μυκηναίων ηγεμόνων. Το ανάγλυφο που έδωσε στην πύλη το όνομά της, παριστάνει δύο συμμετρικά αντιμέτωπα λιοντάρια και είναι λαξευμένο σε μία πλάκα τοποθετημένη στο «ανακουφιστικό τρίγωνο», χαρακτηριστικό στοιχείο της μνημειακής μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής. Δεξιά από την Πύλη των Λεόντων υπάρχουν τα κατάλοιπα κτηρίου, που ονομάσθηκε Σιταποθήκη, επειδή στα υπόγειά του βρέθηκε απανθρακωμένο σιτάρι. Προχωρώντας κατά μήκος του δυτικού σκέλους του τείχους ο επισκέπτης συναντά πρώτα τον Ταφικό Κύκλο Α, που περικλείει τους έξι μεγάλους λακκοειδείς τάφους, στους οποίους βρέθηκαν πολλά χρυσά αντικείμενα και άλλα πολύτιμα έργα τέχνης. Ακολουθεί μία σειρά κτηρίων, που πιθανότατα ήταν κατοικίες αξιωματούχων: η Οικία του Κρατήρα των Πολεμιστών, το Κτήριο της Αναβάθρας, η Νότια Οικία και η Οικία της Ακρόπολης. Το θρησκευτικό κέντρο, που αναπτύσσεται κατά μήκος του νότιου σκέλους του τείχους, περιλαμβάνει κτηριακά συγκροτήματα λατρευτικού χαρακτήρα, όπως το Ιερό των Ειδώλων, το Κτήριο των Τοιχογραφιών, την Οικία Τσούντα και την Οικία του Αρχιερέως. Ένα κλιμακοστάσιο και μία μεγάλη πομπική οδός συνέδεαν τα ιερά αυτά με το ανάκτορο.
Το ανάκτορο, σύμβολο της δύναμης των Μυκηναίων βασιλέων, δεσπόζει στο ψηλότερο σημείο της ακρόπολης. Είναι κτισμένο σε τεχνητά άνδηρα και η κύρια πρόσβαση σε αυτό γινόταν με μία μεγάλη ανάβαθρα, που ξεκινούσε από την Πύλη των Λεόντων. Τα επίσημα διαμερίσματα του ανακτόρου περιλαμβάνουν τη μεγάλη αυλή, τον ξενώνα και τον πυρήνα του συγκροτήματος, το μυκηναϊκό μέγαρο, το οποίο αποτελείται από τρία μέρη: την αίθουσα, τον πρόδομο και το δόμο, όπου βρισκόταν ο θρόνος του ηγεμόνα και μία κεντρική εστία ανάμεσα σε τέσσερις κίονες. Στο ανακτορικό συγκρότημα περιλαμβάνονται και άλλα κτήρια, που σχετίζονται με το μονοπωλιακό σύστημα διοίκησης των Μυκηναίων, κυρίως χώροι αποθήκευσης και παραγωγής, τα βασιλικά εργαστήρια, χώροι λατρείας και κατοικίες, που πρέπει να ανήκαν σε αξιωματούχους.
Στο βορειοανατολικό άκρο του τειχισμένου χώρου βρίσκεται η είσοδος της υπόγειας κρήνης, που κτίσθηκε κατά την τρίτη οικοδομική φάση της οχύρωσης για να εξασφαλισθεί η πρόσβαση προς το νερό από την ακρόπολη σε περίπτωση πολιορκίας. Μία σύριγγα στεγασμένη κατά τον εκφορικό τρόπο οδηγεί σε δεξαμενή 18 μ. βαθύτερα, η οποία βρίσκεται έξω από τα τείχη και κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Σε μικρή απόσταση προς τα δυτικά της εισόδου προς τη δεξαμενή, βρίσκεται η δεύτερη πύλη του τείχους, η λεγόμενη Βόρεια Πύλη, που είναι ίδιας κατασκευής με την Πύλη των Λεόντων, αλλά μικρότερη.
Έξω από τα τείχη της ακρόπολης, δυτικά της Πύλης των Λεόντων, βρίσκεται ο Ταφικός Κύκλος Β, που περικλείει 14 λακκοειδείς τάφους. Στην ίδια περιοχή σώζονται τέσσερις θολωτοί τάφοι, από τους εννέα τάφους αυτού του τύπου που έχουν αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα στις Μυκήνες, στους οποίους αντιπροσωπεύονται τα στάδια της εξέλιξης του τύπου. Πρόκειται για τον Τάφο των Λεόντων, τον Τάφο του Αιγίσθου, τον Τάφο της Κλυταιμνήστρας και, λίγο νοτιότερα, τον περίφημο «Θησαυρό του Ατρέα», το τελειότερο παράδειγμα αυτού του τύπου, με τα τεράστια υπέρθυρα, το επιβλητικό ύψος της κυψελοειδούς θόλου και την πλούσια διακοσμημένη πρόσοψή του.
Περίπου 50 μ. νότια του Ταφικού Κύκλου Β και δίπλα στο σύγχρονο δρόμο σώζονται τα λείψανα συγκροτήματος τεσσάρων κτηρίων, που ονομάσθηκαν Οικία των Ασπίδων, Οικία του Λαδεμπόρου, Οικία των Σφιγγών και Δυτική Οικία. Όπως υποδηλώνουν οι ενεπίγραφες πήλινες πινακίδες που βρέθηκαν στην Οικία του Λαδεμπόρου και αναφέρονται στο προσωπικό, σε λάδι και σε μυρωδικά, πρόκειται για εργαστήριο παραγωγής αρωμάτων και αρωματικού λαδιού, προϊόντων εξαγωγής των Μυκηναίων. Στην περιοχή γύρω από την ακρόπολη διατηρούνται ακόμη ίχνη του πολύ ανεπτυγμένου οδικού δικτύου, που συνέδεε τις Μυκήνες με άλλα μεγάλα κέντρα της περιοχής. Από αυτό το δίκτυο σώζεται ένας δρόμος με γέφυρα, κοντά στο νεκροταφείο του σημερινού χωριού, ενώ σε ένα δεύτερο δρόμο, που ακολουθούσε την πορεία του βόρειου τείχους, διακρίνονται ακόμη οι αυλακώσεις από τους τροχούς των αρμάτων επάνω στο βράχο.
Τα Μνημεία του Χώρου
1. Ο Θολωτός τάφος του Ατρέως
Ο θολωτός τάφος του Ατρέως δέσποζε στη δυτική πλαγιά της ράχης της Παναγίτσας, στα νοτιοδυτικά της ακρόπολης των Μυκηνών και επάνω στον οδικό άξονα, που συνέδεε τις Μυκήνες με το Ηραίο του Άργους. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους και τελειότερους μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους και τον πιο εντυπωσιακό από τους εννέα, που συνολικά έχουν βρεθεί στις Μυκήνες. Χρονολογείται μεταξύ του 1350 και του 1250 π.Χ. και θεωρείται ως ένα από τα ωριμότερα δείγματα του τύπου. Είναι βέβαιο ότι χρησιμοποιήθηκε για την ταφή κάποιου σημαντικού μέλους της βασιλικής οικογένειας των Μυκηνών. Ήδη από την εποχή του περιηγητή Παυσανία (2ος αι. μ.Χ.) οι κάτοικοι της περιοχής γνώριζαν το μνημείο ως «θησαυρό», δηλαδή ως θησαυροφυλάκιο του ιδρυτή της μυθικής μυκηναϊκής ακρόπολης, του Ατρέως. Μέχρι σήμερα ο τάφος είναι γνωστός και ως «θησαυρός του Ατρέως» ή «τάφος του Αγαμέμνονα».
Η πρόσβαση στον τάφο γινόταν μέσω του δρόμου, που έχει μήκος 36 μ. και πλάτος 6 μ, είναι λαξευμένος στο βράχο και επενδυμένος με λείους επιμήκεις λίθους από αμυγδαλόπετρα, τοποθετημένους σε οριζόντιες στρώσεις, κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Στο ανατολικό του άκρο εδράζεται σε άνδηρο και ορίζεται από τοίχο κτισμένο με πώρινους λίθους. Ο δρόμος οδηγεί στο στόμιο του τάφου, που έχει μήκος 5,40 μ. Ήταν φραγμένο με συσσωρευμένες μικρές πέτρες έως την ξύλινη, δίφυλλη και πιθανόν επενδυμένη με χαλκό θύρα, ύψους 5,40 μ. και πλάτους 2,40 μ. Το υπέρθυρο της εισόδου αποτελούν δύο εξαιρετικά μεγάλοι λίθοι, από τους οποίους ο εσωτερικός έχει μήκος 8 μ., πλάτος 5 μ. και βάρος περίπου 120 τόνων. Η πρόσοψη του τάφου, ύψους 10,50 μ. και πλάτους 6 μ., ήταν διακοσμημένη με ημικίονες σε δύο επίπεδα, κατασκευασμένους από πράσινο λίθο με ανάγλυφα στοιχεία. Από αυτούς σήμερα σώζονται στην αρχική τους θέση μόνο οι τετράγωνες βάσεις εκατέρωθεν της εισόδου. Αλλεπάλληλες ταινίες από πράσινο και ερυθρό λίθο, επίσης με ανάγλυφη διακόσμηση από σπείρες και ρόδακες, κάλυπταν το κουφιστικό τρίγωνο. Τμήματα αυτής της διακόσμησης βρίσκονται σήμερα διάσπαρτα σε διάφορα μουσεία, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Αθηνών, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στο Μόναχο και στην Καρλσρούη. Ο κυκλικός θάλαμος του τάφου, διαμέτρου 14,60 μ. και ύψους 13,40 μ., καλύπτεται με κυψελοειδή θόλο και είναι κτισμένος με 33 αλλεπάλληλες σειρές από λείους επιμήκεις αμυγδαλόλιθους, τέλεια συναρμολογημένους ώστε ο καθένας να εξέχει ελάχιστα από τον κατώτερο. Ένας τελευταίος λίθος, το «κλειδί», φράζει την οπή στην κορυφή της θόλου εξασφαλίζοντας την ισορροπία και τη συνοχή της και είναι το μόνο στοιχείο όλης της κατασκευής που έχει αντικατασταθεί στη σύγχρονη εποχή. Το εσωτερικό της θόλου διακοσμούσαν χάλκινοι ρόδακες στους αρμούς των λίθων, από τους οποίους έχουν παραμείνει στη θέση τους μόνο τα καρφιά από την τρίτη σειρά και επάνω. Στη βόρεια πλευρά της θόλου ανοίγεται μικρός, ορθογώνιος, πλευρικός θάλαμος, λαξευμένος στο βράχο (6,50 ? 6 μ. και 5 μ. ύψος), όπου έμπαινε κανείς από στενή είσοδο με ανασκουφιστικό τρίγωνο στο υπέρθυρο. Στο δάπεδό του ήταν λαξευμένοι δύο λάκκοι, ενώ δύο λίθινες βάσεις δείχνουν ότι και εδώ υπήρχαν κίονες. Πιθανόν από εδώ να προέρχονται οι «ελγίνειες πλάκες» του Βρετανικού Μουσείου, κατασκευασμένες από γύψο και διακοσμημένες με ανάγλυφους ταύρους. Παρόμοιο πλευρικό δωμάτιο υπάρχει μόνο σε δύο ακόμη βασιλικούς θολωτούς τάφους, σε αυτόν του Μινύου στον Ορχομενό και στο θολωτό τάφο Α΄ των Αρχανών. Η όλη κατασκευή επάνω από τη θόλο καλυπτόταν με τύμβο, που δημιουργήθηκε με τη συσσώρευση χωμάτων και στηριζόταν στη βάση του περιμετρικά με τοίχο κτισμένο στην πρόσοψη με ορθογώνιους πωρόλιθους.
Μετά τη μυκηναϊκή εποχή το μνημείο δεν χρησιμοποιήθηκε πλέον ως τάφος. Αγγεία αρχαϊκής εποχής, που βρέθηκαν έναντι του τοίχου που στήριζε τον τύμβο, αποτελούν πιθανόν ίχνη προγονολατρείας. Ο τάφος είχε ήδη λεηλατηθεί το 2ο αι. μ.Χ., όταν τον επισκέφθηκε ο Παυσανίας και ήταν εν μέρει καταχωμένος, όταν στους περασμένους αιώνες βοσκοί τον χρησιμοποιούσαν ως καταφύγιο, αφαιρώντας το «κλειδί», προκειμένου να έχει διέξοδο ο καπνός από τις φωτιές τους, που άφησε τα ίχνη του στις παρειές της θόλου. Από το 1998 βρίσκονται σε εξέλιξη οι εργασίες συντήρησης του μνημείου στο πλαίσιο του έργου «Συντήρηση-Στερέωση-Ανάδειξη των Μνημείων της Ακροπόλεως Μυκηνών και του Ευρύτερου Περιβάλλοντος Χώρου», που ανέλαβε αρχικά η Ομάδα Εργασίας Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου και από το 1999 και εξής η Επιτροπή Μυκηνών, που συγκροτήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού.
2. H Υπόγεια Δεξαμενή
Η σημασία του χώρου είναι υψηλή και αγγίζει τα όρια της μοναδικότητας στην προϊστορική εποχή. Η είσοδος της υπόγειας δεξαμενής, βρίσκεται μέσα στην τειχισμένη πόλη των Μυκηνών, στη βορειοανατολική γωνία και προς το βόρειο κυκλώπειο τείχος. Χρονολογείται στα τέλη του 13ου αι. π.Χ., οπότε και έγινε η τελευταία βαθμιαία ανάπτυξη του περιβόλου των Μυκηνών με σκοπό να τη συμπεριλάβει.
Η υπόγεια δεξαμενή κατασκευάστηκε εντός των τειχών της Μυκηναϊκής ακρόπολης για να παρέχει νερό στους κατοίκους, όταν αυτοί βρισκόντουσαν σε κατάσταση πολιορκίας. Το νερό προερχόταν, κυρίως, από μια πηγή ζωτικής σημασίας, την Περσεία, που από τα προϊστορικά χρόνια έως και στις μέρες μας αναβρύζει ακόμη και υδροδοτεί το σύγχρονο χωριό. Οι σύγχρονοι μελετητές την τοποθετούν με ακρίβεια στα 360 μ. μακριά από την ακρόπολη. Είναι σε πλεονεκτική θέση, 13 μ. ψηλότερα από την κορυφή της Ακρόπολης και μπορούμε να τη θεωρήσουμε από τα Μυκηναϊκά χρόνια σαν το κεντρικό υδραγωγείο της πόλης.
Οι Μυκηναίοι, είχαν την τεχνική εμπειρία να μεταφέρουν το νερό με αγωγούς έως το "πόδι" του λόφου της ακροπόλεως. Η λύση του προβλήματος δόθηκε τη στιγμή που βρέθηκε, μέσα στην ακρόπολη, ένα άνοιγμα στον βράχο, το οποίο εκμεταλλεύτηκαν με σκοπό να φτάσουν την δεξαμενή που κατασκεύασαν έξω από το τείχος. Η σύλληψη του σχεδίου και η πραγματοποίηση του έργου από τους μυκηναΐους τεχνίτες τοποθετεί την υπόγεια δεξαμενή σ' ένα από τα θαυμαστά μηχανικά μυκηναϊκά έργα με γνήσια «κυκλώπεια εκτέλεση? που μπορεί να αναφέρεται και να συγκρίνεται με τα σύγχρονα συστήματα υδροδότησης των πόλεων 33 αιώνες μετά.
Η κάθοδος στην υπόγεια δεξαμενή αρχίζει με το σχήμα της υψηκόρυφης καμάρας που οδηγεί σε μια είσοδο με παραστάδες και υπέρθυρο, χαρακτηριστικά δείγματα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής. Για να φτάσουμε σ' αυτή κατεβαίνουμε μια κλίμακα σε 3 επίπεδα που εξαρτώνται από το βάθος και την κατεύθυνση. Η πρώτη κατηφορική κλίμακα, από την οποία σώζονται τα 16 σκαλοπάτια οδηγεί σε μια πύλη κυκλώπειας τεχνοτροπίας. Η σωληνοειδής βαθμιδωτή κάθοδος διεισδύει λοξά του τείχους, διαπερνά όλο το πάχος του και συνεχίζει υπόγεια μέχρι να φτάσει σ'ένα σκεπαστό τετράπλευρο πλατύσκαλο - α' στάση - από όπου στρίβει προς τα δυτικά. Η δεύτερη σκάλα αρχίζει από το πλατύσκαλο καταλήγει σ' ένα άλλο - β' στάση - με 20 σκαλοπάτια, αλλάζοντας κατεύθυνση προς τα ανατολικά. Τώρα η παραλληλότητα με το τείχος είναι εμφανής.
Μετά την τελευταία στροφή αρχίζει το τρίτο σύνολο σκαλοπατιών, με απότομη κλίση, που καλύπτει την απόσταση των 12 μέτρων, που απομένουν με 54 σκαλοπάτια. Η τελευταία τουλάχιστον κλίμακα είχε σαν σκοπό να αυξήσει την χωρητικότητα της δεξαμενής. Αυτό φαίνεται διότι αυτή, η υπόγεια δεξαμενή και το φρεάτιο είχαν διπλή στρώση από υδραυλικό ασβεστοκονίαμα.
Η καμαροσκεπής δεξαμενή, βάθους 5 μέτρων έχει στην οροφή της ένα κατακόρυφο φρεάτιο με αραιά τοποθετημένους λίθους που λειτουργούσαν σαν φίλτρα. Εδώ κατέληγε, από τις πηγές ο υπόγειος αγωγός. Το ζήτημα της υδροδότησης της ακρόπολης των Μυκηνών βρήκε λοιπόν την πρακτική του λύση.
Τα όστρακα κεραμικής που βρέθηκαν γύρω από το τείχος και από την υπόγεια δεξαμενή την τοποθετούν χρονολογικά στα τέλη της ΥΕ ΙΙΙ Β (1300 - 1210 π.Χ.) και της ΥΕ ΙΙΙ Γ (1210 -1160). Τέτοιες κατασκευές συναντούμε επίσης στην Ακρόπολη των Αθηνών και στην Τίρυνθα. Η ενίσχυση των υπόγειων υδραγωγείων είναι σχεδόν ταυτόχρονη στα ανακτορικά κέντρα. Το μνημείο είναι προσβάσιμο από τον επισκέπτη με τη βοήθεια φακού.
3. To Θρησκευτικό Κέντρο
Στο ΝΔ τμήμα της ακρόπολης βρίσκεται το θρησκευτικό κέντρο των Μυκηνών. Πρόκειται για ένα συγκρότημα κτηρίων θρησκευτικού χαρακτήρα, ο οποίος επιβεβαιώνεται τόσο από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα όσο και από τα ευρήματα λατρευτικού χαρακτήρα που βρέθηκαν εκεί. Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στο ότι καταλαμβάνει μια μεγάλη έκταση στο χώρο της ακρόπολης. Η ανασκαφή στο θρησκευτικό κέντρο ξεκίνησε από τον Τσούντα, συνεχίστηκε από τον Wace, και μετά τον Taylour και ολοκληρώθηκε από τον Μυλωνά.
Αυτά τα κτήρια κατασκευάστηκαν σε διάφορα χρονικά διαστήματα από τα τέλη του 14ου αιώνα π.Χ ως τα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ. Καταστράφηκαν στο τέλος του ίδιου αιώνα από φωτιά. Στη συνέχεια τα κτήρια επιδιορθώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως το τέλος της μυκηναϊκής εποχής. Ο χώρος χρησιμοποιήθηκε και κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, όταν πάνω από το θρησκευτικό κέντρο χτίστηκαν κάποια σπίτια, λόγος για τον οποίο έχουν διαταραχθεί τα ανασκαφικά στρώματα της Μυκηναϊκής εποχής.
Το θρησκευτικό κέντρο βρίσκεται σε τρία επίπεδα. Η κατασκευή του ορίζεται από την κλίση του εδάφους. Μια πομπική οδός, διευκόλυνε την επικοινωνία μεταξύ της περιοχής του ανακτόρου και του θρησκευτικού κέντρου. Ξεκινούσε από τα ανάκτορα με κατεύθυνση Ν-Β και Β-Ν και έφτανε στο επονομαζόμενο ''Ιερό Γάμμα''. Σ' ένα σημείο όπου βρέθηκε το κατώφλι της πομπικής οδού στη θέση του και μια τοιχογραφία δεξιά στον κατερχόμενο δρόμο δείχνει ότι ο χώρος εκεί ήταν στεγασμένος..
Το ''Ιερό Γάμμα'', που βρίσκεται στο α΄ επίπεδο, είναι το πρωιμότερο κτίσμα στο χώρο. Είναι ορθογώνιας κάτοψης και αποτελείται από 2 δωμάτια (Γ1, Γ2) τα οποία επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Στο ένα δωμάτιο βρέθηκαν έδρανα στα οποία τοποθετούσαν λατρευτικά αντικείμενα, βωμός και τράπεζα θυσιών. Η χρήση του βωμού κατά τη διάρκεια τελετών επιβεβαιώνεται και από ίχνη πυρράς που βρέθηκαν εκεί. Πρόκειται για ένα ιερό που επικοινωνούσε με ένα μικρότερο δωμάτιο, το οποίο έχει ερμηνευθεί ως άδυτο από τα θρησκευτικού περιεχομένου αντικείμενα που βρέθηκαν. Το γνωστό παλλάδιο των Μυκηνών βρέθηκε στο άδυτο. Είναι ένα ζωγραφισμένο πλακίδιο στο οποίο εικονίζονται 2 γυναικείες μορφές, πιθανότατα ιέρειες. Ανάμεσα τους βρίσκεται και μια άλλη μορφή η οποία είναι καλυμμένη με μια οκτώσχημη ασπίδα.
Από αυτό το κτήριο μπορούσε κανείς να φτάσει στο λεγόμενο ''Εργαστήριο'', το οποίο βρίσκεται στο β΄ επίπεδο. Κοντά σ' αυτό βρίσκεται η ''Οικία των Ειδώλων''. Αποτελείται από ένα προθάλαμο, ένα κυρίως δωμάτιο και ένα ακόμη μικρό δωμάτιο στο οποίο ανεβαίνει κανείς μέσω μιας κλίμακας. Πίσω από τη ΒΔ γωνία του ναού υπάρχει ένας περίκλειστος τριγωνικός χώρος με δάπεδο το βράχο, το οποίο είχαν χρησιμοποιήσει ως αποθέτη. Εκεί βρέθηκαν θραύσματα ειδώλων. Ο ναός είχε τρεις ξύλινους κίονες κατά μήκος της ανατολικής του πλευράς, μια χαμηλή λιθόκτιστη εξέδρα, μια κλίμακα που οδηγούσε στο πατάρι με τα είδωλα και δύο χτιστά έδρανα, στα οποία ενδεχομένως ακουμπούσαν τα είδωλα.
Τα πιο γνωστά ευρήματα ήταν μεγάλα και μικρά ανθρωπόμορφα είδωλα και ομοιώματα φιδιών που κοσμούν την πρώτη αίθουσα του Μουσείου Μυκηνών. Από τους ερευνητές υποστηρίζεται ότι τα ανθρωπόμορφα είδωλα απεικονίζουν θεότητες ή πιθανόν πιστούς που παίρνουν μέρος σε κάποια τελετή. Οι ερμηνείες που έχουν προταθεί και για τα ομοιώματα φιδιών είναι ότι συμβολίζουν το θάνατο και τη ζωή, τον κάτω κόσμο και τη γη.
Από το λεγόμενο ''Εργαστήριο'' περνάμε στην ''Οικία Τσούντα''. Η ''Οικία Τσούντα'' αποτελείται από τρεις υπόγειους χώρους, το ισόγειο με ένα κυρίως δωμάτιο και μικρά δωμάτια τα οποία πιθανότατα είχαν οικιακή χρήση. Εδώ φυλάσσονταν προϊόντα και αντικείμενα που είχαν σχέση με τη λατρεία και χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια τελετουργιών.
ΝΑ της ''Οικίας των Ειδώλων'', στο 3ο επίπεδο, βρίσκεται το συγκρότημα των 5 δωματίων από το οποίο ήρθαν στο φως πλούσια ευρήματα, όπως αγγεία, ελεφαντοστέινα αντικείμενα κ.α. Από την πρώτη περίοδο κατασκευής του μαρτυρείται η ύπαρξη βωμού, κεντρικής εστίας, αδύτου, αλλά και τοιχογραφιών στο μεγαλύτερο δωμάτιο του συγκροτήματος που ονομάζεται ''δωμάτιο με την τοιχογραφία''.
Στο πρώτο επίπεδο στην τοιχογραφία που εκτίθεται στο Μουσείο Μυκηνών εικονίζονται δύο γυναικείες μορφές. Η μια κρατάει ξίφος και η άλλη σκήπτρο ή λόγχη. Ανάμεσα τους αιωρούνται δύο ανδρικές γυμνές μορφές. Όλες οι παραπάνω μορφές βρίσκονται σε ένα δωμάτιο με δάπεδο και κίονες που στηρίζουν την οροφή. Στο αριστερό και κάτω επίπεδο του τοίχου απεικονίζεται μια γυναικεία μορφή που κρατάει στάχυα και συνοδεύεται από ένα ζώο, πιθανότατα ένα γρύπα. Εντάσσεται και αυτή σε ένα δωμάτιο με κίονες και ίσως είναι μια θεότητα η οποία συμβολίζει τη γονιμότητα, προσφέροντας στάχυα στο βωμό.
4. Tα Κυκλώπεια Τείχη
Η ακρόπολη των Μυκηνών έχει κτιστεί σε ύψωμα , περίπου 280 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, μεταξύ δύο απόκρημνων λόφων. Είναι κρυμμένη από τους λόφους του Προφήτη Ηλία, Βόρεια και της Σάρας, Νότια. Οι δύο απόκρημνες χαράδρες του Χάβου από το Βορρά και της Κοκορέτσας ΝΑ οχυρώνουν φυσικά την ακρόπολη και δεν επιτρέπουν την πρόσβαση παρά μόνο από τη Δυτική πλευρά. Ο μύθος αναφέρει ότι ιδρυτής των Μυκηνών ήταν ο Περσέας. Ο Περσέας ήταν αυτός που ανέθεσε στους Κύκλωπες, τεράστια μυθικά όντα από τη Μικρά Ασία, να χτίσουν τα τείχη γι' αυτό και ονομάστηκαν Κυκλώπεια.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που βρέθηκαν κοντά στα τείχη έφεραν στο φως τρεις βαθμίδες οικοδόμησης, από τα μέσα του 14ου αιώνα π.Χ. έως τα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ., οι οποίες έκαναν το σύστημα οχύρωσης όλο και πιο αποτελεσματικό. Εξαίρεση αποτελούν οι επιδιορθώσεις που έγιναν κατά την ελληνιστική περίοδο (3ος αιώνας π.Χ.), διότι τμήματα του τείχους είχαν καταστραφεί από τους Αργείους το 468 π.Χ. Αυτές αφορούν τη δυτική πλευρά του προμαχώνα της Πύλης των Λεόντων, τμήμα της καμπύλης του τείχους που περικλείει τον ταφικό κύκλο Α, ένα τμήμα του λεγόμενου πολυγωνικού πύργου που βρίσκεται δίπλα στην οικία Τσούντα και ένα τμήμα της ΒΑ επέκτασης.
Σήμερα, βλέπουμε τα επιβλητικά αμυντικά τείχη, τα οποία ακολουθούν τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους και σχηματίζουν ένα νοητό τρίγωνο. Είναι η τελική οικοδομική φάση των τειχών, η οποία χρονολογείται στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. Την ίδια εποχή οχυρώνονται και οι άλλες μυκηναϊκές ακροπόλεις με τον ίδιο τρόπο.
Η τελική οικοδομική φάση αφορά μόνο την επέκταση στη ΒΑ γωνία της ακρόπολης. Έγινε για να συμπεριλάβει την υπόγεια δεξαμενή και προσαρτήθηκε στην υπάρχουσα τειχογραμμή. Με την ευκαιρία αυτού του σημαντικού βελτιωτικού έργου, που εξασφάλιζε νερό στην ακρόπολη κυρίως όταν αυτή θα βρισκόταν σε περίοδο πολιορκίας, έγιναν οι δυο πυλίδες στη ΒΑ επέκταση. Η μία διευκόλυνε την φύλαξη της κρήνης που τροφοδοτούσε την ακρόπολη και η άλλη είχε σαν στόχο την εύκολη πρόσβαση σ' ένα παρατηρητήριο εκτός των τειχών. Την ίδια εποχή διαπλατύνθηκε η μεγάλη αναβάθρα, η οποία πήρε την τελική της μορφή και οικοδομούνται οι βόρειες αποθήκες στην εσωτερική βόρεια πλευρά του τείχους.
Η περίμετρος του τείχους στη σημερινή του μορφή είναι 900 μέτρα και οχυρώνει μια έκταση 30.000 τ.μ., με μέγιστο σωζόμενο ύψος 8,25μ. περίπου και μέσο όρο πλάτους 5,50-6μ., που όμως σε κάποια σημεία φτάνει και τα 8μ.
Η β΄ οικοδομική φάση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 13ου αιώνα (1250 π.Χ). Σ' αυτή τη φάση συμπεριλαμβάνεται μέσα στα τείχη ο Ταφικός Κύκλος Α' και κατασκευάζεται για πρώτη φορά η μνημειακή είσοδος της Πύλης των Λεόντων. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της Β' φάσης είναι η Πύλη των Λεόντων, η οποία δημιουργήθηκε από την αρχή και καμία σχέση δεν είχε με την προηγούμενη. Κτίζεται επίσης για πρώτη φορά η Βόρεια Πύλη, ο ΝΑ προμαχώνας και διαμορφώνεται η μεγάλη αναβάθρα προς το ανάκτορο. Η δύναμη και η ακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού αντικατοπτρίζεται εδώ από τη μεγάλη επέκταση και από την εντυπωσιακή εμφάνιση των κατασκευών. Αυτό το στάδιο διαφοροποιείται από το τρίτο και κατά πολύ από το πρώτο, όσο αφορά την μέθοδο κατασκευής. Όχι μόνο χρησιμοποιούνται ευρέως κροκαλοπαγείς λίθοι αλλά η θεμελίωση των τειχών γίνεται πάνω σε πλέσια (στρώμα λευκής αργίλου ανακατεμένη με μικρούς λίθους).
Η α΄ ανάπτυξη του περιβόλου περιελάμβανε τον τειχισμό της πιο υψηλής κορυφής του λόφου, κάλυπτε περίπου τη μισή από τη σημερινή έκταση και χρονολογείται στα μέσα του 14ου αι. π.Χ. (1350 π.Χ. περίπου). Τότε, η ακρόπολη τειχίζεται για πρώτη φορά. Ωστόσο παρατηρούνται σημάδια και ίχνη κατοίκησης από τη Νεολιθική και Πρωτοελλαδική περίοδο (3000-2500 π.Χ.). Η πρόσβαση στην ακρόπολη διευκολύνεται από μια απλή κατασκευαστικά, κύρια πύλη, που βρισκόταν λίγο βορειότερα από το σημείο, όπου αργότερα δημιουργήθηκε η Πύλη των Λεόντων. Από αυτή τη φάση σήμερα διατηρείται το Βόρειο τείχος, τμήμα του ΒΔ και του ΝΑ τείχους.
Τα κυκλώπεια τείχη υψώνονται περίτρανα στο πέρασμα του χρόνου και μας θυμίζουν την αίγλη και το μεγαλείο του Μυκηναϊκού πολιτισμού που εξυμνεί με τις περιγραφές του ο Όμηρος στην «Ιλιάδα».
5. H Συνοικία του Λαδέμπορου
75 μ. νοτιότερα του Ταφικού Κύκλου Β, κοντά στον τάφο της Κλυταιμνήστρας, φαίνονται καθαρά τα θεμέλια της συνοικίας του Λαδεμπόρου. Η συνοικία αυτή αποτελείται από 4 μεγάλα κτήρια: τη Δυτική Οικία, η οποία βρίσκεται δυτικά και παράλληλα στο δρόμο, την Οικία του Λαδεμπόρου που βρίσκεται μπροστά από τη Δυτική, την Οικία των Σφιγγών που βρίσκεται αριστερά της Οικίας του Λαδεμπόρου και την Οικία των Ασπίδων που βρίσκεται δεξιά της Οικίας του Λαδεμπόρου. Όλες οι οικίες ήταν διώροφες εκτός από τη Δυτική Οικία που δεν ήταν στο σύνολο της διώροφη. Οι οικίες αυτές ονομάστηκαν έτσι από χαρακτηριστικά αντικείμενα που βρέθηκαν σ' αυτές κατά τη διάρκεια των ανασκαφών.
Πολλοί αρχαιολόγοι θεωρούν ότι το συγκρότημα αυτό ήταν η παραγωγική συνοικία του ανακτόρου. Η Δυτική Οικία είχε περισσότερο διοικητικό και οικιακό χαρακτήρα ενώ οι Οικίες των Ασπίδων και των Σφιγγών χρησίμευαν ως εργαστήρια ελεφαντουργίας ή κατεργασίας άλλων υλικών και παράλληλα λειτουργούσαν και ως αποθήκες.
Στο κτιριακό αυτό συγκρότημα αναπτύχθηκε η μαζική παραγωγή πολύτιμων ειδών ελεφαντόδοντου, εξωτικών υλών και αρωματικών ελαίων. Τα πολύτεχνα ευρήματα πιστοποιούν τη μεγάλη άνθηση του εμπορίου και μαρτυρούν τη συμβολή του συγκροτήματος στις εξαγωγές των Μυκηναίων που κάλυπταν ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου.
Το συγκρότημα ξεκίνησε να λειτουργεί στις αρχές του 13ου αιώνα π.Χ. και καταστράφηκε στο β΄ μισό του ίδιου αιώνα από φωτιά. Ενδεχομένως η φωτιά ενισχύθηκε από τη μεγάλη ποσότητα λαδιού που ήταν αποθηκευμένο στα κτήρια και εξαιτίας της πολλής ξυλείας που χρησιμοποιούσαν οι Μυκηναίοι για την κατασκευή των διώροφων οικιών.
Μετά την πυρκαγιά, η συνοικία εγκαταλείφθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην πρωτογεωμετρική περίοδο (10ος-9ος αι. π.Χ.), συναντάμε χρήση του χώρου ανατολικά των Μυκηναϊκών οικιών, όπου βρέθηκαν θεμέλια μικρού ιερού και σε διάφορα άλλα σημεία τάφοι της ίδιας εποχής. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, όπως οι αποσπασματικοί τοίχοι, τα πηγάδια, οι βόθροι και οι τάφοι, μαρτυρούν ότι ο χώρος ξαναχρησιμοποιείται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αργότερα, ο χώρος εγκαταλείπεται οριστικά τόσο που κατά τους νεώτερους χρόνους την διαμορφωμένη σε πεζούλες πλαγιά καλλιεργούσαν οι κάτοικοι της περιοχής.
Στις ανασκαφές που έγιναν από το 1950 ως το 1963 ήρθαν στο φως κομψά, πολύτιμα αντικείμενα από ελεφαντόδοντο, όπως κεφάλια πολεμιστών και ομοιώματα οκτώσχημων ασπίδων. Βρέθηκαν επίσης πινακίδες της Γραμμικής Β και ενεπίγραφα αγγεία τα οποία μας δίνουν πληροφορίες για το πως λειτουργούσαν τα κτήρια και το πως έλεγχαν την παραγωγή οι Μυκηναίοι. Οι πινακίδες για παράδειγμα αναφέρονταν σε λογαριασμούς, απογραφές, καταλόγους ανδρών και γυναικών και πιστοποιούν ότι η χρήση της γραμμικής Β σχετιζόταν περισσότερο με τον έλεγχο που ασκούσε ο άνακτας στους υπηκόους του. Όλα αυτά τα ευρήματα, που αποτελούν μόνο ένα μέρος από αυτά που βρέθηκαν στην ανασκαφή, μαρτυρούν την ιδιαιτερότητα του χώρου και μας προκαλούν να τα επισκεφτούμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Μυκηνών και της Αθήνας.
6. H Πύλη των Λεόντων
Η Πύλη των Λεόντων, το υπέροχο αυτό μεγαλιθικό μνημείο, θεωρείται ως το πρώτο παράδειγμα μνημειώδους γλυπτικής που γνωρίζουμε στην Ευρώπη. Είναι η κύρια είσοδος της ακρόπολης των Μυκηνών και κατασκευάστηκε το 1250 π.Χ. περίπου. Πήρε το όνομά της από την περίφημη ανάγλυφη παράσταση των δύο λιονταριών που κοσμούν το κουφιστικό τρίγωνο.
Όπως φαίνεται από την περιγραφή του Παυσανία, η πύλη ήταν ορατή από την αρχαιότητα. Το 1841 την καθάρισε ο Πιττάκης για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας και το 1876 ο Σλήμαν διενήργησε συστηματική ανασκαφή. Το 1950 έγιναν μάλιστα και κάποιες αναστηλωτικές εργασίες.
Η είσοδος της πύλης αποτελείται από δύο παραστάδες, το κατώφλι και το υπέρθυρο. Πάνω από το υπέρθυρο υπάρχει το λεγόμενο ανακουφιστικό τρίγωνο το οποίο μεταφέρει το κέντρο βάρους στα πλάγια. Το τρίγωνο αυτό καλύπτεται από τριγωνική πλάκα στην οποία παριστάνεται εραλδική σύνθεση δύο λιονταριών, τα οποία πατούν πάνω σε δύο αμφίκοιλους βωμούς. Ανάμεσα τους υπάρχει κίονας Μινωικού τύπου.
Όσον αφορά στην ερμηνεία του παραπάνω ανάγλυφου, πολλές εκδοχές έχουν προταθεί ως σήμερα. Πιθανότατα πρόκειται για μια παράσταση θρησκευτικού περιεχομένου. Μπορεί ακόμα να συμβολίζει τη δύναμη του βασιλικού οίκου των Μυκηνών. Φέρνοντας στο νου μας και τις υπόλοιπες Μυκηναϊκές ακροπόλεις βλέπουμε ότι πρόκειται για ένα μοναδικό έργο αφού σε καμία από τις αρχαίες εισόδους δε βρέθηκε αντίστοιχο ανάγλυφο.
Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι Μυκηναίοι κατορθώνουν να φτιάξουν μια μνημειώδη λιτή ανάγλυφη παράσταση, η οποία εντάσσεται αρμονικά στην επιβλητική αρχιτεκτονική του χώρου. Το μνημείο αυτό με την τέλεια συμμετρία και το νατουραλιστικό του στυλ έχει στόχο να εντυπωσιάσει τον επισκέπτη και να συμβολίσει τη δύναμη και το γόητρο του Μυκηναϊκού ανακτόρου.
7. O Ταφικός Κύκλος Β'
Δυτικά της ακρόπολης των Μυκηνών βρίσκεται ο ταφικός κύκλος Β, ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της περιοχής που μας δίνουν στοιχεία για την ταφική αρχιτεκτονική και τα ταφικά έθιμα των Μυκηναίων. Αποτελούσε τμήμα του προϊστορικού νεκροταφείου της περιοχής και περιείχε 26 τάφους οι οποίοι περιβάλλονταν από ένα κυκλικό περίβολο. Χρονολογείται γύρω στο 1650-1550 π.Χ. περίπου.
Ο ταφικός κύκλος Β, ο οποίος άρχισε να χρησιμοποιείται στα τέλη της Μεσοελλαδικής περιόδου (1650 π.Χ.), περιέχει κιβωτιόσχημους και κάθετους λακκοειδείς τάφους. Οι κιβωτιόσχημοι είναι μικροί τάφοι σκαμμένοι στο βράχο και περιέχουν συνήθως ένα σκελετό. Οι λακκοειδείς τάφοι είναι μεγαλύτερου μεγέθους, ορθογώνιου σχήματος και οι πλευρές τους είναι επενδυμένες με τοίχους. Οι τάφοι αυτοί περιέχουν αρκετούς σκελετούς. Οι 26 τάφοι βρέθηκαν σκόρπιοι στο χώρο χωρίς συνεπή προσανατολισμό. Μόνο τέσσερις από αυτούς είχαν επιτύμβιες στήλες. Το έθιμο αυτό να χρησιμοποιούν επιτύμβιες στήλες ως σήμα για την ύπαρξη τάφου εμφανίζεται εδώ για πρώτη φορά στον Ελλαδικό χώρο και είναι κάτι που υιοθετήθηκε από μετέπειτα γενιές και χρησιμοποιείται και σήμερα. Οι στήλες αυτές μαζί με τις στήλες του ταφικού κύκλου Α αποτελούν τα πρώτα δείγματα μνημειώδους γλυπτικής που έχουν ανάγλυφη διακόσμηση.
Σε αντίθεση με τους λακκοειδείς τάφους, οι προγενέστεροι είναι μικρότεροι και έχουν ελάχιστα κτερίσματα. Στους λακκοειδείς βρέθηκε πλήθος κτερισμάτων και αυτό είναι ένα στοιχείο που ήρθε από το εξωτερικό και πιθανότατα από την Αίγυπτο. Τα αντικείμενα που βρέθηκαν είναι πήλινα αγγεία, χάλκινα όπλα, χρυσά κοσμήματα, αιχμές βέλων κ.α. Στα σημαντικότερα βέβαια εντάσσεται η μοναδική νεκρική προσωπίδα από ήλεκτρο που βρέθηκε στο χώρο, αγγείο από ορεία κρύσταλλο με λαβή σε σχήμα κεφαλής πάπιας και σ'ένα σφραγιδόλιθο με παράσταση γενειοφόρου.
Περνώντας τώρα στα ταφικά έθιμα γνωρίζουμε ότι πάνω από τον τάφο γίνονταν νεκρικά δείπνα. Η τελετή αυτή επιβεβαιώνεται από τα οστά ζώων και τα τμήματα αγγείων που βρέθηκαν στο χώμα. Στο πάτωμα του τάφου έστρωναν χαλίκια και μετά τοποθετούσαν το νεκρό, ο οποίος ήταν σε συνεσταλμένη ή εκτεταμένη στάση. Δε βρέθηκαν καύσεις νεκρών.
Στις Μυκήνες δεν υπάρχει μόνο ο ταφικός κύκλος Β αλλά και ο ταφικός κύκλος Α, ο οποίος είναι νεώτερος και περιέχει περισσότερα πολυτελή ευρήματα από τον Β. Όπως έχει υποστηριχτεί από πολλούς ερευνητές, οι 2 αυτοί κύκλοι ήταν για τα μέλη της βασιλικής δυναστείας. Μάλιστα πολλοί υποστήριξαν ότι οι 2 αυτοί κύκλοι αντιπροσωπεύουν δυο διαφορετικές δυναστείες.