I.N. Αγίου Διονυσίου

Translate English Version

I.N. Αγίου Διονυσίου

Σε εξέχουσα θέση στο λιμάνι της Ζακύνθου δεσπόζει ο μεγαλοπρεπής ναός του πολιούχου του νησιού Αγίου Διονυσίου που αποτελεί και το κέντρο της θρησκευτικής ζωής του τόπου μαζί με τη παρακείμενη Μονή του Άμμου. Ο ναός θεμελιώθηκε το 1708 και ολοκληρώθηκε το 1764. Καταστράφηκε το 1893 από τον μεγάλο σεισμό που κατέστρεψε το νησί και ανοικοδομήθηκε εκ νέου με πρωτοβουλία ειδικής επιτροπής που συστάθηκε το 1900. Θεμελιώθηκε το 1925 και η οικοδόμησή του ξεκίνησε το 1931 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Ορλάνδου. Ο ναός εγκαινιάσθηκε το 1948 και χάρη στην αντισεισμική κατασκευή του κατάφερε να διασωθεί από τον μεγάλο σεισμό του 1953. Το μεγαλοπρεπές πυργοειδές κωδωνοστάσιο, ύψους περίπου 40 μέτρων κατασκευάσθηκε αργότερα, ενώ το 2000 εγκαινιάσθηκε η νέα πτέρυγα της παρακείμενης μονής που περιλαμβάνει σύγχρονες εγκαταστάσεις, το μουσείο-σκευοφυλάκιο και εργαστήριο συντήρησης εικόνων. Στο μουσείο φυλάσσονται τέσσερις πίνακες του Νικολάου Κουτούζη του 18ου αιώνα, η βυζαντινής προελεύσεως και τέχνης εικόνα της Παναγίας της “Θαλασσομαχούσας”, το εξαιρετικής τέχνης Ευαγγέλιο του Γεωργίου Διαμαντή Μπάφα (1812), ιερά κειμήλια, χειρόγραφοι κώδικες και σπάνιες εκδόσεις από τις αρχές του 16ου αιώνα έως σήμερα.

Ο ναός είναι μεγάλη τρίκλιτη βασιλική με υπερυψωμένο το κεντρικό κλίτος, που στηρίζεται σε δεκατέσσερις μαρμάρινους πεσσούς (τετράπλευροι κίονες) με κορινθιακά κιονόκρανα. Στο εσωτερικό του φυλάσσονται σημαντικά κειμήλια όπως η αργυρόγλυπτη Λάρνακα του Ιερού Λειψάνου, έργο του ηπειρώτη αργυροχόου Γεωργίου Διαμαντή Μπάφα (1829), δεσποτικές εικόνες στο τέμπλο με ασημένια επένδυση φιλοτεχνημένες από τον ίδιο καλλιτέχνη, ο περίφημος πίνακας της Λιτανείας του Αγίου δια χειρός ιερέως Νικολάου Κουτούζη (1766) και το ξυλόγλυπτο και χρυσωμένο “Δωμάτιο” του Αγίου μέσα στο οποίο βρίσκεται η λάρνακα με την ξυλόγλυπτη επιχρυσωμένη επένδυση. Εξαιρετικής τέχνης είναι οι αγιογραφίες που έχουν ιστορηθεί από τους αγιογράφους Νικόλαο Στρατούλη, Διονύσιο Ανδραβιδιώτη, Ιωάννη Καρούσο, Χαράλαμπο Γιατρά και Ιωάννη Τσολάκο. Ο ναός πανηγυρίζει στις 24 Αυγούστου (μνήμη μετακομιδής του σκηνώματος του Αγίου) και στις 17 Δεκεμβρίου, ημέρα κοίμησής του.

Ο Ιερός Ναός πανηγυρίζει στις 24 Αυγούστου τη μνήμη της μετακομιδής του Ιερού Σκηνώματος του Αγίου από τις νησίδες Στροφάδες και στις 17 Δεκεμβρίου, ημέρα κοίμησής του. Οι λιτανείες του ιερού λειψάνου του Αγίου αποτελούν από τα σημαντικότερα γεγονότα του νησιού. Και στις δύο περιπτώσεις, οι εορτασμοί είναι τριήμεροι και διαρκούν από τις 23 έως τις 26 Αυγούστου και από τις 16 έως τις 19 Δεκεμβρίου αντίστοιχα. Οι εορτασμοί αποτελούν πόλο έλξης για χιλιάδες ντόπιους αλλά και επισκέπτες που κατακλύζουν το νησί για να προσκυνήσουν το σκήνωμα του Αγίου και να τιμήσουν τη χάρη του.

Ο Βίος του Αγίου Διονυσίου

Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε το 1547 στον Αιγιαλό, δηλαδή στην παραλιακή ζώνη, της πόλης της Ζακύνθου. Το κατά κόσμο όνομά του ήταν Γραδενίγος Σιγούρος. Η οικογένειά του ήταν εύπορη με καταγωγή από την Δυτική Ευρώπη και με προγόνους του Καθολικού Δόγματος. Κατείχε μεγάλη έκταση γης, ενώ οι γονείς του συμμετέχοντας στους πολέμους των Βενετών κατά των Τούρκων απέκτησαν και αριστοκρατικό αξίωμα. Ο πατέρας του λεγόταν Μούκιος και η μητέρα του Παυλίνα, ενώ είχε άλλα δύο αδέλφια τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα. Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις της Ζακύνθου, που δεν επιβεβαιώνονται ιστορικά, ο Άγιος είχε για ανάδοχο τον Άγιο Γεράσιμο.

Από μικρή ηλικία, η οικογένειά του του παρείχε χριστιανική ανατροφή ενώ είχε προσλάβει και ένα δάσκαλο ονόματι Καιροφυλά ώστε να μεταδώσει στον μικρό Γραδενίγο τόσο γνώσεις για τη θύραθεν παιδεία, όσο και για τα «εκκλησιαστικά γράμματα». Πέραν των ελληνικών και ιταλικών είχε εξαιρετικό χειρισμό της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γλώσσας, ενώ μια διασωθείσα επιστολή με υπομνηματισμούς πάνω στον Γρηγόριο το Θεολόγο, αναδεικνύει την ευρεία θεολογική μόρφωση που είχε ήδη αποκτήσει. Μετά το θάνατο των γονιών του και ενώ βρισκόταν σε ηλικία 20 ετών, αποφασίζει να πάρει το μοναχικό σχήμα. Αυτό προκύπτει από τη δωρεά όλης της περιουσίας στον αδελφό του με ιδιαίτερη μνεία για την αποκατάσταση της αδελφής του. Η κλίση ήδη είχε φανεί από μικρή ηλικία καθότι ακολουθούσε ασκητικό βίο βασισμένο πάνω στην Ορθόδοξη πατερική θεολογία. Παρότι πλούσιος αποφάσισε να γίνει μοναχός και εκάρη στη μονή Στροφάδων, που βρισκόταν στην ομώνυμη νησίδα νότια της Ζακύνθου, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ. Έτσι αφιερώθηκε στην προσευχή, την μελέτη των γραφών και διήγαγε ασκητικό βίο, που τόσο ποθούσε. Σύντομα μάλιστα φάνηκε και η πνευματική πρόοδός του, με αποτέλεσμα 2 έτη αργότερα να γίνει ηγούμενος της μονής.

Ένα έτος αργότερα ο σπουδαίος Άγιος Διονύσιος θα χριστεί ιερέας παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις λόγω της βαριάς ευθύνης της ιεροσύνης, από τον επίσκοπο Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, Θεόφιλο. Το 1577 όμως θέλησε να πάει στους Αγίους Τόπους. Περνώντας από την Αθήνα θέλησε να πάρει την ευλογία του επισκόπου Νικάνορα. Ο Νικάνωρ όμως εντυπωσιάστηκε από την παιδεία, την μόρφωση και τη στωικότητα του Αγίου και θέλησε να τον προάγει στο επισκοπικό αξίωμα της επισκοπής Αιγίνης, που βρισκόταν σε χηρεία. Έτσι έγραψε στον Πατριάρχη Ιερεμία υπέρ της υποψηφιότητας του Δανιήλ. Ο Ιερεμίας συναίνεσε τελικά και ο Άγιος εχρίσθη επίσκοπος Αιγίνης λαμβάνοντας το όνομα Διονύσιος. Το έργο που επιτέλεσε στο νησί της Αίγινας ήταν σημαντικό τόσο από πνευματικής απόψεως όσο και στην ανακούφιση των καταπονημένων και φτωχών.

Το 1579 όμως υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Ο ασκητικός βίος σε σύνθεση με το διαρκές ακατάπαυστο έργο, καταπόνησαν την υγεία του, με αποτέλεσμα να στείλει επιστολή τόσο στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία όσο και τον Μητροπολίτη Αθηνών Νικάνορα με την παραίτησή του και την ταυτόχρονη βούλησή του να επιστρέψει στην Ζάκυνθο. Ο Ιερεμίας όμως δεν ήθελε να μείνουν αναξιοποίητες οι ικανότητες του Διονυσίου και έτσι τον έχρισε χωρεπίσκοπο Ζακύνθου. Η έντονη δραστηριότητα όμως στην Ζάκυνθο προκάλεσε την επιβουλή του επισκοπικού περιβάλλοντος, ίσως δε και του ίδιου του επισκόπου, με αποτέλεσμα να καταγγελθεί για υπέρβαση εξουσίας, στον ηγεμόνα του νησιού Νικόλαο Δαπόντε. Ο Δαπόντες ζήτησε την παραίτηση του Διονυσίου, κάτι που ο ίδιος δέχτηκε ώστε να μην προκληθούν σχίσματα και εντάσεις. Σημειώνεται εδώ ότι η Ενετική Διοίκηση δεν επιθυμούσε την παρουσία ιερωμένων με δεσμούς με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης στις κτήσεις της, καθώς το τελευταίο τελούσε σε ομηρεία από τους ανταγωνιστές της Βενετίας Οθωμανούς.

Οι οικογένειες Σιγούρου και Μονδίνου από διασωθέντα έγγραφα που ανάγονται στα αρχεία της Βενετίας, φαίνεται να είχαν θανάσιμο μίσος. Οι συμπλοκές μεταξύ των δυο οικογενειών ήταν διαρκείς. Σε μια από αυτές ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος, δολοφονήθηκε. Στην προσπάθεια όμως να διαφύγει ο (αγνώστου ονόματος) δολοφόνος του Κωνσταντίνου αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι που βρισκόταν ο Άγιος, χωρίς όμως να γνωρίζει τη συγγένεια. Όταν ο δολοφόνος έφτασε στη Μονή, ερωτήθηκε από τον Διονύσιο, που ήταν ο ηγούμενος της Μονής, γιατί ζητεί καταφύγιο, αφού κανονικά δεν επιτρέπετο να εισέλθει. Ο ίδιος απάντησε πως τον κυνηγούσαν οι Σιγούροι, ενώ μετά από διαρκείς ερωτήσεις ομολόγησε πως δολοφόνησε τον Κωνσταντίνο Σιγούρο. Ο Διονύσιος παρά τη θλίψη του, όχι μόνο έκρυψε τον δολοφόνο αλλά και τον φυγάδευσε. Έτσι με αυτόν τρόπο κατάφερε να αποτρέψει ένα ακόμα έγκλημα και ταυτόχρονα να δώσει τη δυνατότητα μετάνοιας στον δολοφόνο, παρά την πικρία για το χαμό του αδελφού του, δίνοντας ένα παράδειγμα συγχώρησης και υψηλής εφαρμογής της Χριστιανικής αγάπης. 

Ο σπουδαίος Άγιος Διονύσιος κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αποσυρθεί στο μοναστήρι της Θεοτόκου της Αναφωνήτριας. Πολύς κόσμος τον επισκέπτετο για να λάβει συμβουλές αλλά και να εξομολογηθεί. Τελικά πέθανε σε ηλικία 75 ετών, στις 17 Δεκεμβρίου του 1622, με τελευταία του επιθυμία να ταφεί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Στροφάδων και συγκεκριμένα στο νησί Σταμφάνη, όπου και χειροτονήθηκε ιερέας. Τρία έτη μετά εξετάφη και το λείψανό του στην ανακομιδή ευρέθη άφθαρτο. Μετά την Τουρκική επίθεση στα Στροφάδια τον 18ο αιώνα και την αποκοπή των χεριών του λειψάνου από τους επιτιθέμενους, το σώμα του Αγίου παραδόθηκε όπου και παραμένει μέχρι και σήμερα, εκτιθέμενο στο ναό του αγίου στην Ζάκυνθο. Είναι ένα από τα τρία άφθαρτα λείψανα στο Ιόνιο μαζί με αυτά του Άγιου Σπυρίδωνα και του Άγιου Γεράσιμου. Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το οικουμενικό πατριαρχείο το 1703, αλλά στο νησί ένεκα του βίου του, αλλά και του λειψάνου του ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.