Μονή Τοπλού
Η Ιερά Μονή της Παναγίας Ακρωτηριανής και του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου Τοπλού Σητείας, ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Ιεραπύτνης και Σητείας της Εκκλησίας Κρήτης, βρίσκεται στο βόρειο - ανατολικό άκρο της Κρήτης και αποτελεί μία από τις πιο παλιές και πιο ιστορικές μονές στην Κρήτη στο πέρασμα των αιώνων. Είναι κτισμένη ανατολικά της Σητείας και κοντά στο Φοινικόδασος του Βάι, δίπλα στο ακρωτήριο «Σαμώνιον», όπου διέπλευσε ο Απόστολος Παύλος κατά την πορεία του προς τη Ρώμη. Η Μονή Τοπλού κτίστηκε κατά τον 14ο αιώνα όπως προκύπτει από την χρονολόγηση των αγιογραφιών του κεντρικού ναού.
Το μοναστήρι είναι περιτειχισμένο με τείχος 10μ, αφού μετά τη λεηλάτησή του από Τούρκους επιδρομείς το 15ο αιώνα αποφασίστηκε η οχύρωσή του. Έχει έκταση 800 τμ και είναι τριώροφο, έχοντας 40 αίθουσες, ένα επιβλητικό αναγεννησιακό καμπαναριό 33μ με τετράγωνο σχήμα, ενώ σύμφωνα με την παράδοση έχει 100 πόρτες, αλλά έχουν βρεθεί οι 99. Στο κέντρο υπάρχει ένα πηγάδι με νερό, το οποίο εξασφάλιζε νερό στους μοναχούς, κατά τη διάρκεια των διάφορων πολιορκιών από τους Τούρκους και από τους πειρατές.
Απέναντι από το πηγάδι βρίσκεται η δίκλιτη εκκλησία, αφιερωμένη στη Γέννηση της Θεοτόκου και στον Ιωάννη το Θεολόγο του 14ου αιώνα. Ο ναός αρχικά ήταν μονόκλιτος και επεκτάθηκε μετά την αναστήλωση της κατεστραμμένης μονής λόγω του σεισμού του 1612, όταν και προστέθηκε και το κλίτος του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Στο εσωτερικό του ναού βλέπουμε το αρχικό κτίσμα που σήμερα λειτουργεί ως ιερό βήμα και φέρει τοιχογραφίες του δεύτερου μισού του 14ου αιώνα με σκηνές από το χριστολογικό και το μαριολογικό κύκλο. Η είσοδος βρίσκεται στη δυτική πλευρά του και η πανίσχυρη πόρτα της κυλιόταν πάνω σε τροχούς. Πάνω από την κεντρική είσοδο υπάρχει ακόμη μια τρύπα, ο "φονιάς", από την οποία έριχναν πέτρες ή καυτό υγρό σε όποιον επιχειρούσε να παραβιάσει την πόρτα. Στην είσοδο του κεντρικού ναού υπάρχει η επιγραφή του 132 π.Χ., η περίφημη "Διαιτησία των Μαγνητών", όπου αναφέρεται στις προστριβές της Ιτάνου και της Ιεράπυτνας, η οποία επιγραφή βρέθηκε στα ερείπια της (κοντινής) αρχαίας Ιτάνου. Η διαμάχη είχε ως αντικείμενο τη διεκδίκηση της νήσου Λεύκης (σημερινό Κουφονήσι), η οποία ήταν σπουδαίο κέντρο παραγωγής της κόκκινης βαφής, της πορφύρας και τελικά αποδόθηκε στην Ίτανο.
Στη μονή Τοπλού φυλάσσονται πολύ σπουδαίες φορητές εικόνες, όπως ο Χριστός Παντοκράτορας (15ος αιώνας) του Ανδρέα Ρίτζου, η "Μέγας ει, Κύριε" του Ιωάννη Κορνάρου (1770) με εικονογραφημένους σχεδόν όλους τους στίχους του Μεγάλου Αγιασμού, το "Ρόδον το Αμάραντο" (1771), της Αγίας Αναστασίας και της Παναγίας (η οποία βρέθηκε σε κοντινή σπηλιά όπου ρέει νερό – αγίασμα), ενώ υπάρχουν και αρκετές καλοδιατηρημένες τοιχογραφίες του 14ου αιώνα. Εκτός από τις εικόνες, στη μονή Τοπλού λειτουργεί μουσείο Χαλκογραφιών και Ελληνικών Λαϊκών Χαρακτικών από τους Μοναχούς του Αγίου Όρους του 18ου-19ου αιώνα. Επίσης εκτίθενται αντικείμενα Εκκλησιαστικής Τέχνης όπως Ευαγγέλια, σταυροί, Πατριαρχικά συγγίλια, Σουλτανικά φιρμάνια, σφραγίδες, επαναστατικά λάβαρα, αρχιερατικά άμφια και άλλα. Η Μονή γιορτάζει στις 26 Σεπτεμβρίου, οπότε γίνεται μεγάλο πανηγύρι με πλήθος προσκυνητών.
Ιστορία
Η Μονή ήταν στο απόγειο της δόξας της στα μέσα του 14ου και 15ου αιώνα κρίνοντας από τις πολύ σημαντικές εικόνες τις περιόδου εκείνης. Οι εικόνες αυτές αντιπροσωπεύουν την ανάπτυξη της βυζαντινής αγιογραφίας η οποία επηρέασε την Κρήτη σταδιακά μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Η μεγάλη καλλιτεχνική αξία των εικόνων αυτών υποδεικνύει το υψηλό επίπεδο μόρφωσης των μοναχών της περιόδου εκείνης οι οποίοι βοήθησαν στην αναβάθμιση του πολιτισμικού επιπέδου της Κρήτης κατά την περίοδο της αναγέννησης.
Είναι το μεγαλύτερο και το πιο επιβλητικό οχυρωματικού τύπου Μοναστήρι της Ανατολικής Κρήτης, με το περίτεχνο καμπαναριό του να δεσπόζει από μακριά. Αποτέλεσε ασφαλές φρούριο για τους κατοίκους της γύρω περιοχής στα δύσκολα χρόνια των αλλεπάλληλων πειρατικών επιδρομών κατά τον Μεσαίωνα, αλλά και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας που ακολούθησε. Για το λόγο αυτό η Μονή είχε το προνόμιο να διαθέτει κανόνι (τοπ) για καθαρά αμυντικούς λόγους. Γιαυτό και ονομάστηκε μετά την κατάλειψη της Σητείας από τους Τούρκους "Τοπλού".
Η Μονή ήταν κέντρο καλλιέργειας των Τεχνών και των Γραμμάτων και βρισκόταν σε ακμή κατά τον 14ο και 15ο αιώνα. Αυτό φαίνεται από τον μεγάλο αριθμό σημαντικών βυζαντινών εικόνων εκείνης της περιόδου που διαθέτει. Η υψηλή εικαστική αξία των εικόνων είναι ενδεικτική του υψηλού επιπέδου της παιδείας των Μοναχών της Μονής, που διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στην άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου της Αναγεννησιακής Κρήτης στα χρόνια της Ενετοκρατίας.
Καταστράφηκε ολοσχερώς από τον καταστρεπτικό σεισμό του 1612 και ανοικοδομήθηκε γρήγορα στη σημερινή της μορφή, χάρη στις χορηγίες της Ενετικής Συγκλήτου με τη βοήθεια των δύο μεγάλων ενετικών οικογενειών της Επαρχίας Σητείας των Κορνάρων (Cornari) και των Μέτζων (Mezzi) και την επίβλεψη του διαχειριστή Ηγουμένου Γαβριήλ Παντόγαλου. Παρέμεινε το προπύργιο για την άμυνα ολόκληρης της Ανατολικής Κρήτης και προικοδοτήθηκε με πολλά κτήματα για να εκπληρώσει τη στρατιωτική αμυντική αποστολή της στην περιοχή. Η περιουσία της Μονής διατηρήθηκε και αυξήθηκε, με κύριες καλλιέργειες την ελιά, το αμπέλι και τα σιτηρά για τις ανάγκες των Μοναχών και των πολλών εργαζομένων.
Στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας που ακολούθησαν, μετά την κατάληψη της Σητείας το 1646, η Μονή παρέμεινε πάντοτε στο επίκεντρο των αγώνων για την ελευθερία και ανέπτυξε σπουδαίο εθνικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό έργο. Ήταν από τα σπουδαιότερα εκκλησιαστικά και πνευματικά κέντρα της Κρήτης. Το 1704 με Συγίλλιο του Οικουμενικού Πατριάρχου Γαβριήλ ανακηρύχθηκε ως Σταυροπηγιακή και η τεράστια περιουσία της θεωρείται αδούλωτη και αναπαλλοτρίωτη. Παρά ταύτα, τον Ιούνιο του 1821 η Μονή λεηλατήθηκε από τους Τούρκους, οι θησαυροί της συλήθηκαν και σφαγιάσθηκαν 12 Μοναχοί και 12 λαϊκοί. Στη νέα Μεγάλη Κρητική επανάσταση του 1866 η Μονή ήταν κέντρο Επαναστατικό με αρχηγό τον Ηγούμενο Μελέτιο.
Από το 1856 με ευθύνη της Δημογεροντίας λειτούργησε στους χώρους της Μονής οργανωμένο Σχολείο, ενώ από 1870 συστήθηκε Αλληλοδιδακτικό Σχολείο. Σε καταγραφή του 1874 η Μονή Τοπλού θεωρείται η πολυπληθέστερη της Κρήτης σε Μοναχούς και καλλιεργητές των κτημάτων, τα οποία βρίσκονταν γύρω από τη Μονή αλλά και σε πολλά Μετόχια που διατηρούσε σε όλη την Ανατολική Κρήτη μέχρι και στην πόλη του Ηρακλείου.
Στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας και αργότερα μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα το 1913 η Μονή συνεχίζει να επιτελεί μοναδικό κοινωνικό, φιλανθρωπικό και εθνικό έργο στη γύρω περιοχή. Κατά την περιόδο της γερμανικής Κατοχής η Μονή φιλοξενούσε ασύρματο και περιέθαλπτε αντάρτες των συμμαχικών δυνάμεων. Πλήρωσε όμως βαρύ φόρο αίματος, αφού ο Ηγούμενος Γεννάδιος Συλλιγνάκης, δύο Μοναχοί και αρκετοί λαϊκοί αγνωνιστές συνελλήφθησαν από τους Γερμανούς και εκτελέστηκαν στην Αγυιά Χανίων.
Σήμερα, η Ιερά Μονή Τοπλού, ανακαινισμένη και αναστηλωμένη πλήρως, χάρη στις προσπάθειες του Ηγουμένου Φιλοθέου Σπανουδάκη, αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά πολιτισμικά μνημεία της Χώρας μας. Οι τεράστιας μνημειακής αξίας θησαυροί της (συλλογές φορητών εικόνων και κειμηλίων, χειρογράφων και παλαιτύπων, χαρακτικών και χαλκογραφιών) εκτίθενται συντηρημένοι σε ειδικά διαμορφωμένους επισκέψιμους χώρους και προσελκύουν μεγάλο αριθμό προσκυνητών – επισκεπτών, όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και το εξωτερικό.
Η Μονή ακολουθώντας την παράδοση πολλών αιώνων και με την καλλιεργητική εμπειρία των Πατέρων πρωτοστατεί στη βιολογική καλλιέργεια του αμπελιού και της ελιάς, συμβάλλοντας έτσι στην προστασία της κτίσεως και στη διάσωση του φυσικού περιβάλλοντος. Το Μοναστηριακό συγκρότημα περιβάλλεται από αμπέλια και ελαιώνες και ό,τι παράγεται είναι βιολογικό χωρίς τη χρήση επιβλαβών για τον άνθρωπο και το περιβάλλον χημικών φυτοφαρμάκων. Άλλωστε, οι διατροφικές συνήθειες των Μοναχών βασίζονται αποκλειστικά σε μη επεξεργασμένα τρόφιμα και ποτά, τα οποία βοηθούν στην καθημερινή υγιεινή διατροφή, ιδιαιτέρως κατά τις μέρες τις νηστείας.
Η Μονή είναι ευφήμως γνωστή σε όλο τον κόσμο για τα περίφημα βιολογικά της προϊόντα, το κρασί και το ελαιόλαδο με την ιστορική επωνυμία "Τοπλού". Διαθέτει σύγχρονο οινοποιείο και αποστακτήριο που επεξεργάζεται και οινοποιεί τα βιολογικά σταφύλια των ιδιόκτητων αμπελώνων της και παράγει τα περίφημα βιολογικά κρασιά και την παραδοσιακή τσικουδιά. Παράλληλα, για πολλά χρόνια ηγείται της προσπάθειας βιολογικής καλλιέργειας της ελιάς και της παραγωγής, τυποποίησης και εμπορίας του μοναδικού στον κόσμο βραβευμένου σητειακού ελαιολάδου Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης, προστατεύοντας το μοναδικό αυτό προϊόν και δίδοντας του υψηλή ποιοτική αξία.