Αρχαιολογικός Χώρος Δωδώνης
Ο αρχαιολογικός χώρος της Δωδώνης βρίσκεται 22 χιλ. νότια των Ιωαννίνων, στη στενή κοιλάδα ανάμεσα στον Τόμαρο και τη Μανολιάσα. Η Aρχαία Δωδώνη υπήρξε λατρευτικό κέντρο του Δία και της Διώνης, καθώς και γνωστό μαντείο του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Η Δωδώνη ως αρχαιολογική θέση σύμφωνα με τις αρχαιολογικές μαρτυρίες φαίνεται να είναι ενεργή ήδη από την εποχή του Χαλκού, επικεντρωμένη στη λατρεία της Γαίας ή άλλης θηλυκής γονιμικής θεότητας. Αργότερα, η λατρεία του Δία εισήχθη στη Δωδώνη από τους Σελλούς, για να εξελιχθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα σε κυρίαρχη λατρεία. Ο Δίας είχε την προσωνυμία Νάιος και μαζί του λατρευόταν η Διώνη, σύζυγός του σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ενώ σταδιακά προστέθηκε και η λατρεία της κόρης τους Αφροδίτης, και αυτή της Θέμιδας.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Δωδώνης περιλαμβάνει την ακρόπολη του οικισμού, που καταλαμβάνει την κορυφή του λόφου και το ιερό του Δία, που βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου και ορίζεται από περίβολο, που στην ανατολική πλευρά, όπου ήταν και η είσοδος του αποτελεί συνέχεια του περιβόλου της ακρόπολης. Το ιερό λειτουργούσε ως υπαίθριο, με έναν απλό οίκο για τις ανάγκες της λατρείας. Οι διάφορες τελετουργίες πραγματοποιούνταν γύρω από το ιερό δένδρο, όπου κατοικούσε το ζεύγος των θεών. Από το πέταγμα των πουλιών που φώλιαζαν σε αυτό και από το θρόισμα των φύλλων του δένδρου, οι μάντεις ερμήνευαν τη βούληση του Δία. Οι χρησμοί δίνονταν επίσης με βάση το κελάρυσμα των νερών της ιερής πηγής και από τον ήχο χάλκινων λεβήτων που στέκονταν πάνω σε τρίποδες γύρω από το ιερό δένδρο.
Η αρχαία ακρόπολη είχε μία μεγάλη πύλη στη νοτιοδυτική πλευρά, που επικοινωνούσε απευθείας με το θέατρο και το ιερό, μία μικρότερη στο μέσο του νότιου τείχους, και μία ανατολικά, που οδηγούσε προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων. Φαίνεται ότι χρησίμευε ως καταφύγιο των περιοίκων σε ώρα κινδύνου και ως μόνιμη κατοικία των αρχών, που είχαν την έδρα τους στη Δωδώνη. Ακόμη, στην ακρόπολη διακρίνονται μερικά θεμέλια κτηρίων που δεν έχουν ερευνηθεί, όπως μία υπόγεια δεξαμενή νερού, λαξευμένη στο βράχο, που χρησίμευε για την ύδρευση των κατοίκων σε περίοδο ανάγκης.