Ωδείο Ηρώδου Αττικού (Ηρώδειο)

Translate English Version

Ωδείο Ηρώδου Αττικού (Ηρώδειο)

Το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, ευρύτερα γνωστό και ως Ηρώδειο, είναι αρχαίο ωδείο της ρωμαϊκής περιόδου, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλαγιά της Ακρόπολης των Αθηνών, δηλαδή δεσπόζει στο δυτικό άκρο της Νότιας Κλιτύος της. Ήταν το τρίτο, που κατασκευάσθηκε στην αρχαία Αθήνα, μετά το ωδείο του Περικλή, επίσης στη Νότια Κλιτύ (5ος αι. π.Χ.) και το ωδείο του Αγρίππα στην Αρχαία Αγορά (15 π.Χ.). Οικοδομήθηκε κατά τη διάρκεια του 2ου αι. μ.Χ., με χρήματα που προσέφερε ο Τιβέριος Κλαύδιος Αττικός Ηρώδης, γνωστός γόνος μεγάλης αθηναϊκής οικογένειας και ευεργέτης, σε ανάμνηση της συζύγου του Ρήγιλλας, που πέθανε το 160 μ.Χ. Δεν είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία της κατασκευής του, αλλά είναι σίγουρο ότι αυτό συνέβη ανάμεσα στην χρονολογία θανάτου της Ρήγιλλας και το 174 μ.Χ., χρονολογία της επίσκεψης στην Αθήνα του περιηγητή Παυσανία, ο οποίος αναφέρεται στο μνημείο με ιδιαίτερο θαυμασμό.
 
Το ωδείο, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως για μουσικές εκδηλώσεις, ήταν στεγασμένο και είχε συνολική χωρητικότητα 5.000 ατόμων. Αποτελoύσε στιβαρή κατασκευή, της οποίας, όμως, η τοιχοποιία δεν ήταν συμπαγής. Πωρολιθικές λιθόπλινθοι διαμόρφωναν τις δύο όψεις των τοίχων, ενώ το εσωτερικό ήταν γεμισμένο με ακατέργαστους λίθους. Το κοίλο ήταν ημικυκλικού σχήματος, με διάμετρο 76 μ., και είχε λαξευθεί στο βράχο. Με έναν ενδιάμεσο διάδρομο, πλάτους 1,20 μ., χωριζόταν σε δύο διαζώματα, τα οποία αριθμούσαν 32 σειρές εδωλίων κατασκευασμένων από μάρμαρο. Ο ανώτερος διάδρομος του κοίλου πιθανότατα διαμορφωνόταν σε περιμετρική στοά. Η ορχήστρα, διαμέτρου 19 μ., είχε επίσης ημικυκλικό σχήμα και ήταν στρωμένη με πλάκες από μάρμαρο. Η σκηνή ήταν υπερυψωμένη και ο τοίχος της, που έχει σωθεί σε ύψος 28 μ., διαρθρωνόταν σε τρεις ορόφους. Στο ανώτερο τμήμα του υπήρχαν αψιδωτά ανοίγματα και στο κατώτερο τρίστυλες προστάσεις και κόγχες, στις οποίες τοποθετούνταν αγάλματα, σύμφωνα με την παράδοση που ακολουθούσαν τα ρωμαϊκά θέατρα. Εκατέρωθεν της σκηνής υπήρχαν κλίμακες, που οδηγούσαν στο άνω διάζωμα του κοίλου. Μπροστά από τον εξωτερικό τοίχο της σκηνής διαμορφωνόταν μία στοά, το μετασκήνιο. Ψηφιδωτά δάπεδα με γεωμετρικά και γραμμικά μοτίβα κάλυπταν τις εισόδους των κλιμακοστασίων και του μετασκηνίου. Η κατασκευή του μνημείου ήταν ιδιαίτερα δαπανηρή, γεγονός που επισημαίνεται και από αρχαίες μαρτυρίες, που κάνουν λόγο κυρίως για το ξύλο κέδρου που είχε χρησιμοποιηθεί για τη στέγη. Η στέγαση του κοίλου του ωδείου, με ακτίνα μήκους 38 μ., φαίνεται ότι δεν έφερε εσωτερικά στηρίγματα, αφού δεν έχουν σωθεί ίχνη τους και αυτή η διαμόρφωση παραμένει, ακόμη και για τη σημερινή εποχή, κατασκευαστικό επίτευγμα. Στην ανατολική του πλευρά το ωδείο επικοινωνούσε με τη στοά του Ευμένη, στεγασμένο οικοδόμημα που είχε κατασκευασθεί περίπου τρεις αιώνες νωρίτερα, από το βασιλιά της Περγάμου Ευμένη (197-159 π.Χ.).

Το ωδείο καταστράφηκε το 267 μ.Χ. από την επιδρομή των Ερούλων, οι οποίοι έκαψαν και κατέστρεψαν πολλά οικοδομήματα της αρχαίας Αθήνας, και δεν ανοικοδομήθηκε ποτέ, όπως συνέβη σε άλλα αρχαία κτίσματα που είχαν υποστεί καταστροφές. Στα μεταγενέστερα χρόνια το ωδείο εντάχθηκε στην οχύρωση της πόλης της Αθήνας. Ο νότιος τοίχος του ενσωματώθηκε στο υστερορρωμαϊκό τείχος, που ανοικοδομήθηκε τον 3ο αι. μ.Χ., ενώ και κατά το 13ο αιώνα ο ψηλός τοίχος της σκηνής ενσωματώθηκε στο τείχος που περιέβαλε τη βάση του λόφου της Ακρόπολης, το λεγόμενο Ριζόκαστρο. Το 14ο αιώνα οι επιχώσεις που κάλυπταν το κατώτερο τμήμα του νότιου τοίχου του μνημείου ήταν τέτοιου πάχους ώστε να μη διακρίνονται οι είσοδοι και να χαρακτηρισθεί ως γέφυρα από τον Niccolo da Martini, Ιταλό περιηγητή. Από το ωδείο εισέβαλαν στην Ακρόπολη το 1826 ο Κ. Φαβιέρος, ο Γάλλος φιλέλληνας στρατηγός, και οι στρατιώτες του κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης από τους Τούρκους, ανεφοδιάζοντας τους πολιορκούμενους Έλληνες με τρόφιμα και πυρίτιδα. Οι ανασκαφές στο χώρο του μνημείου πραγματοποιήθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα από την Αρχαιολογική Εταιρεία και τον αρχαιολόγο Κ. Πιττάκη, και απομάκρυναν μεγάλους όγκους χώματος. 
 
Μετά την Απελευθέρωση, η ανάγκη του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους να στηρίξει την ταυτότητά του  εκφράζεται με αναμενόμενη νομοτέλεια στο έντονο και επίμονο ιδεολόγημα της ιστορικής συνέχειας προς την αρχαιότητα. Ως συνέπεια αναπτύσσεται πιεστική επιχειρηματολογία για πολιτιστική και οικονομική αξιοποίηση, δηλαδή χρήση, των αρχαίων θεάτρων. Ήδη το 1867 το πρόσφατα ανασκαμμένο Ηρώδειο φιλοξενεί την πρώτη παράσταση αρχαίου δράματος. Τα έτη 1898, 1900, 1922 γίνονται διάφορες εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης. Στο μεταξύ, ο ιστορικός χώρος αρχίζει να χρησιμοποιείται τακτικά για τέλεση παραστάσεων και δημόσιων εκδηλώσεων. Τον Σεπτέμβριο του 1920 πραγματοποιούνται εκεί πανηγυρικά οι Γιορτές της Νίκης του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία: παρουσία του Βενιζέλου και πλήθους επισήμων, παρουσιάζεται η Συμφωνία της Λεβεντιάς του Καλομοίρη. Η ίδρυση του θιάσου της Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου (1924) οδηγεί στην οριστική καθιέρωσή του Ηρωδείου ως τόπου παρουσίασης αρχαίου δράματος, ενώ οι Δελφικές εορτές του ζεύγους Σικελιανού (1927, 1930) δίνουν νέα ώθηση στο θέμα. Με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου (1932) συστηματοποιείται η έρευνα για την ερμηνεία του αρχαίου δράματος. Το 1936 η Κυβέρνηση Μεταξά ιδρύει ετήσιες «περιόδους εορτών» με παρουσιάσεις αρχαίων δραμάτων σε υπαίθρια θέατρα και το Εθνικό Θέατρο κατασκευάζει ξύλινα εδώλια στο κάτω διάζωμα του Ηρωδείου. Η δημόσια, σθεναρή αντίθεση του αρχιτέκτονα - πολεοδόμου Κωνσταντίνου Δοξιάδη στις προτάσεις για πλήρη «αναμαρμάρωση» του αρχαίου ωδείου αναβάλλει μόνον προσωρινά την επέμβαση. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, το Ηρώδειο φιλοξενεί συναυλίες της  Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών αλλά και παραστάσεις της νεοσύστατης Εθνικής Λυρικής Σκηνής στις οποίες η νεαρά Μαρία Κάλλας, τότε ακόμη Μαρία Καλογεροπούλου, πρωταγωνιστεί στον Φιντέλιο του Μπετόβεν και στον Πρωτομάστορα του Καλομοίρη.
 
Το 1947, ενώ ακόμη διεξάγονται οι τελευταίες μάχες του Εμφυλίου Πολέμου, το Αρχαιολογικό Συμβούλιο αποφασίζει την αναμαρμάρωση του δαπέδου του ωδείου και την «πλήρη αυτού αναστήλωση εσωτερικώς και εξωτερικώς» με στόχο την «.καλυτέρα εξυπηρέτηση των εν τω Ωδείω διδομένων συγχρόνων παραστάσεων». Την δαπάνη  αναλαμβάνει το Εθνικό Θέατρο ενώ συμμετέχουν η Εθνική Λυρική Σκηνή και η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Τη γενική τεχνική και επιστημονική επίβλεψη των εργασιών έχει ο καθηγητής Αναστάσιος Ορλάνδος. Το 1952 τη δαπάνη του εν εξελίξει έργου παραλαμβάνει η Αρχαιολογική Εταιρία. Ταυτόχρονα μετατίθεται αρκετά νοτιότερα ο δημόσιος δρόμος που ερχόταν από την περιοχή Μακρυγιάννη και κατέληγε στην πλατεία ακριβώς εμπρός από το Ηρώδειο και απομακρύνονται τα παραπήγματα των κέντρων διασκέδασης που βρίσκονταν εκεί. Η υπάρχουσα πρόσβαση διαμορφώνεται στο πλαίσιο της συνολικής διαμόρφωσης του τοπίου γύρω από την Ακρόπολη που σχεδιάζει λεπτομερώς ο αρχιτέκτων Δημήτρης Πικιώνης. Πρόκειται για πλατιά, μνημειακή κλίμακα από μάρμαρο, με ακανόνιστα πλατύσκαλα που οδηγεί από το επίπεδο της σημερινής Διονυσίου Αρεοπαγίτου στο πλάτωμα ενώπιον των εισόδων του Ωδείου. Εκατέρωθεν δημιουργούνται υποχωρήσεις ή προεκτάσεις που δημιουργούν ένα «γραφικό» διάλογο σύνδεσης με τον αρχαιολογικό χώρο, ενώ ο γύρω, ανασκαμμένος χώρος φυτεύεται με μεσογειακούς θάμνους και δένδρα.
 
Η απόφαση της Κυβέρνησης του πρεσβύτερου Κωνσταντίνου Καραμανλή να ιδρύσει το Φεστιβάλ Αθηνών, βρίσκει το Ωδείο που έκτισε ο Ηρώδης Αττικός στη μνήμη της αγαπημένης συζύγου του σχεδόν έτοιμο να υποδεχτεί τους επισήμους. Μια μακρά προϊστορία ιδεολογικών εμμονών για ελληνικότητα έχει επιτέλους αποκτήσει ολοκληρωμένη θεσμική έκφραση και το αναστυλωμένο Ηρώδειο προσφέρει την ιδανική έδρα. Τα εγκαίνια του θεσμού έγιναν τον Αύγουστο του 1955 δίχως να έχει ακόμη ολοκληρωθεί η αναμαρμάρωση του άνω διαζώματος, με το γύρω τοπίο γυμνό, διάστικτο από ισχνούς φρεσκοφυτεμένους θάμνους. Μετά την ολοκλήρωση της αναμαρμάρωσης, όπου εξαιρέθηκαν οι κατεστραμμένες περιοχές άνωθεν των παρόδων, το κοίλο του Ηρωδείου μπορεί να φιλοξενήσει 4.680 θεατές, 120 λιγότερους απ' ό,τι κατά την αρχαιότητα. Πολύ αργότερα πλακοστρώθηκε και η πλατεία μπροστά από τις εισόδους του Ωδείου.

Στα 52 χρόνια λειτουργίας του Φεστιβάλ Αθηνών η σκηνή του Ηρωδείου φιλοξένησε σχεδόν όλα τα κορυφαία ονόματα, διεθνή και εγχώρια, του χώρου της σοβαρής μουσικής, του χορού και του θεάτρου κατά τα μεταπολεμικά χρόνια. Κατά τις πρώτες τρεις δεκαετίες λειτουργίας του ο θεσμός προσέφερε στο αθηναϊκό κοινό έναν ανεκτίμητο, έστω εποχιακό, δίαυλο επικοινωνίας με το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της Δύσης και ένα βήμα υπέρτατης καταξίωσης στους Έλληνες δημιουργούς.