Γέφυρα Παπαδιάς

Translate English Version

Γέφυρα Παπαδιάς

Η γέφυρα της Παπαδιάς είναι τμήμα της σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιώς – Λάρισας που άρχισε να κατασκευάζεται το 1890 επί πρωθυπουργίας Χαρίλαου Τρικούπη. Για την αποπεράτωσή της απαιτήθηκαν πάνω από δεκαπέντε χρόνια ενώ ιδιαίτερα χρονοβόρα υπήρξε η κατασκευή της εν λόγω γέφυρας που ήταν  ένα από τα σπουδαιότερα και μεγαλύτερα τεχνικά έργα της εποχής. Είναι η ψηλότερη γέφυρα του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας μας, με το μέγιστο ύψος να αγγίζει τα 99 μέτρα. Η γέφυρα της Παπαδιάς έχει ανατιναχθεί και γκρεμισθεί δύο φορές κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου: Μία από τους Άγγλους κατά την αποχώρησή τους το 1941 και μία από τους Γερμανούς κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα το 1944.

Ο καλύτερος τρόπος για να μπορέσει κάποιος να φτάσει στη γέφυρα είναι μέσω του μονοπατιού των σιδηροδρομικών το οποίο χαράχτηκε για την μεταφορά των υλικών και των εργατών που γίνονταν με ζώα παράλληλα με την σιδηροδρομική γραμμή. Εναλλακτικά υπάρχει ο αγροτικός δρόμος που ξεκινάει από το χωριό Σκαμνός και κατηφορίζει ως τις γραμμές του τρένου. Η θέα της γέφυρας είναι εντυπωσιακή και καθηλώνει τον επισκέπτη. Με τη λειτουργία της νέα γραμμής, τόσο η παλιά γραμμή όσο και η γέφυρα δεν χρησιμοποιούνται πια.

Την ημέρα των εγκαινίων πλήθος κόσμου από όλα τα χωριά της περιοχή συγκεντρώθηκε για να παρακολουθήσει τη πρώτη διέλευση του τρένου από τη γέφυρα. Σύμφωνα με περιγραφές το πλήθος ήταν τόσο μεγάλο που είχε δημιουργηθεί το αδιαχώρητο. Στα εγκαίνια συμμετείχαν επίσης οι αρχές του τόπου όπου επικεφαλής των επισήμων και των μελών της Κυβερνήσεως ήταν ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα Βασιλεύς. Η αγωνία όλων ήταν μεγάλη αν η γέφυρα θα άντεχε το βάρος της ατμομηχανής, η οποία σημειωτέων ήταν πολύ βαριά. Ο μηχανοδηγός αφού πρώτα έκανε τον σταυρό του, έβαλε μπροστά τη μηχανή και ξεκίνησε. Η γέφυρα άντεξε και η ατμομηχανή πέρασε στην αντίπερα πλευρά κάνοντας τα πλήθη να ξεσπάσουν σε ζητωκραυγές. Στη συνέχεια ο Διάδοχος έχοντας σιγουρευτεί για την ανθεκτικότητα της γέφυρας, άρχισε να πηγαίνει πέρα δώθε τη μηχανή.

Πολλοί μύθοι συνοδεύουν την ονοματολογία της γέφυρας. Σύμφωνα με τον επικρατέστερο, οφείλει το όνομά της σε μία παπαδιά από ένα γειτονικό χωριό που αυτοκτόνησε στη χαράδρα όπου κατασκευάστηκε αργότερα η γέφυρα αφού πρώτα είχε σκοτώσει το παιδί της. Η παπαδιά ζούσε στο χωριό μαζί με τον άντρα της και το μονάκριβο παιδί τους. Αν και οι κάτοικοι ζούσαν φτωχικά ο παπάς με τα ευχολόγια, τους γάμους και τις βαφτίσεις μπορούσε να ζει καλύτερα αλλά ήταν πολύ παραδόπιστος. Ο γιός του εξίσου παραδόπιστος όταν έφτασε στην ηλικία των 18 ξενιτεύτηκε στην Αμερική για ένα καλύτερο μέλλον. Εκεί πλούτισε αλλά ξέχασε τους γονείς του και τους συγγενείς του. Πέρασαν 30 χρόνια και όλοι τον θεωρούσαν πεθαμένο.

Κάποια μέρα, όμως έφτασε στο χωριό ένας ξένος, λέγοντας πως είναι Μικρασιάτης Ελληνοαμερικανός. Τόσο το ντύσιμό του, όσο και η προφορά του, επιβεβαίωναν τη ξενόφερτη προέλευσή του. Όταν βράδιασε και οι κάτοικοι άρχισαν να επιστρέφουν στα σπίτια τους, κάποιος κάτοικος του χωριού προσφέρθηκε να τον φιλοξενήσει. Εκείνος όμως ζήτησε να μείνει στο σπίτι του παπά. Ο παπάς με τη παπαδιά, δέχθηκαν να φιλοξενήσουν το ξένο που απέφυγε να τους αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα για να τους κάνει έκπληξη την επόμενη ημέρα. Επί τη ευκαιρία τον ρώτησαν αν γνώριζε κάτι για τον γιό τους στην Αμερική, εκείνος όμως είπε ότι δε γνώριζε κάτι. Όταν έφτασε η ώρα να κοιμηθούνε, η παπαδιά τον οδήγησε στο δωμάτιο, τον καληνύχτισε και σαν του έκλεισε τη πόρτα άρχισε να τον παρακολουθεί από τη κλειδαρότρυπα. Εκείνος αφού έβγαλε τα ρούχα του και τα ακούμπησε στη καρέκλα, έβγαλε το πορτοφόλι του από το σακάκι και το έβαλε κάτω από το μαξιλάρι.

Η παπαδιά βλέποντας που ο ξένος έβαλε το πορτοφόλι, έτρεξε στο παπά όπου του είπε για το πορτοφόλι και του ζήτησε να τον σκοτώσουν ώστε να του πάρουν τα χρήματα. Ο παπάς αν και αρχικά αρνήθηκε λέγοντας πως είναι άνθρωπος του Θεού, τελικά υπέκυψε και έτσι σκότωσαν το φιλοξενούμενο και έριξαν το πτώμα σε ένα κάρκανο. Όταν γύρισαν στο σπίτι, πήραν το πορτοφόλι με τα χρήματα. Μέσα όμως υπήρχε μία ταυτότητα που έδειχνε ότι ήταν ο γιος τους. Η παπαδιά μη αντέχοντας τις τύψεις που σκότωσε το παιδί της, πήγε στη χαράδρα όπου και αυτοκτόνησε.