Γέφυρα Κομψάτου

Φωτο: © Vasilis Papavasiliou

Translate English Version

Πέτρινα Γεφύρια: Γέφυρα Κομψάτου

Ανάμεσα στα χωριά Ίασμος και Πολύανθος του νομού Ροδόπης, σώζεται το λιθόκτιστο γεφύρι του Κομψάτου που χρονολογείται από τον 17ο αιώνα. Το γεφύρι που αποτελεί ένα από τα κύρια αξιοθέατα της περιοχής, βρίσκεται 500 περίπου μέτρα βόρεια από τη σημερινή γέφυρα της επαρχιακής οδού Ξάνθης- Κομοτηνής που διέρχεται μέσα από το χωριό του Ιάσμου. Είναι χτισμένο στην έξοδο του ομώνυμου ποταμού που έχει τις πηγές του στον ορεινό όγκο της Ροδόπης και ρέει προς τη θρακική πεδιάδα πριν εκβάλει στη λίμνη Βιστωνίδα. Ο ποταμός Κομψάτος ταυτίζεται με τον Κοσσινίτη ποταμό, ο οποίος "έστι δε ουτος εν Θράκη δεινώς εκθηριουσθαι. Εκδίδωσι δε ο ποταμός ουτος ες την Αβδηριτών και αναλίσκεται ες την Βιστωνικήν λίμνην. Ενταύθα τοι και τα βασίλεια γενέσθαι ποτε Διομήδους του Θρακός".

Στη γύρω περιοχή έχουν εντοπιστεί αρκετές προχριστιανικές και χριστιανικές αρχαιότητες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το βυζαντινό κάστρο του Πολυάνθου και μια τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική που εντοπίζεται ανάμεσα στο χωριό Πολύανθος και τη λιθόκτιστη γέφυρα. Το γεφύρι ήταν τρίτοξο με δυο μεσόβαθρα και δυο ακρόβαθρα και κατεύθυνση από τη δύση προς την ανατολή. Σήμερα σώζεται το μεσαίο και ανατολικό τόξο και το ανατολικό ακρόβαθρο. Το μεσαίο τόξο ελαφρώς υπερυψωμένο είναι το μεγαλύτερο. Έχει άνοιγμα 21,80 μέτρα και ύψος 12 μέτρα, ενώ το ανατολικό τόξο έχει άνοιγμα 17 μέτρα. Στα δυο μεσόβαθρα υπάρχουν ανακουφιστικά ανοίγματα με επίπεδη βάση και τοξωτή οροφή. Το γεφύρι είναι κτισμένο με πλακαρές πέτρες και θεωρείται έργο έμπειρων μαστόρων της Ηπείρου.

Η πρόσβαση στο γεφύρι είναι εύκολη, αφού ο επισκέπτης μπορεί να φτάσει έως εκεί ακολουθώντας τις πληροφοριακές πινακίδες από το χωριό Πολύανθος. Η απόσταση που χωρίζει το γεφύρι από το χωριό με τα πόδια, είναι περίπου 400-600 μέτρα. Αν και δεν έχει τύχει της προβολής που του αξίζει από πλευράς της τοπικής αυτοδιοίκησης, δεν είναι λίγοι αυτοί που το επισκέπτονται για να θαυμάσουν την αρχιτεκτονική του και την αντοχή του στο χρόνο.  

 
Πηγή: Σταυρούλα Δαδάκη, αρχαιολόγος, Υπουργείο Πολιτισμού